Compassion
Η ισορροπία συναισθήματος και τεχνικής αρτιότητας είναι ένα ζητούμενο που απασχολεί χρόνια τους μουσικούς κάθε είδους. Και τους ακροατές επίσης... Του Νίκου Παπατριανταφύλλου
“Συνεπώς, τo σημαντικό με το ‘Engravings’ δεν είναι το πώς παραμένει παρά τα προλεχθέντα ένας απ' την αρχή ως το τέλος εξέχων ηλεκτρονικός δίσκος - στο τρίγωνο Balam Acab, Burial, The Haxan Cloak. Μα το ότι κάθε ακρόασή του αρχίζει απ' το μηδέν δίχως προεξοφλήσεις. Έχει, δηλαδή, ο ακροατής τον λόγο για να αφήνει πάντοτε τα αφτιά του ανοιχτά και να ρουφά την εμπειρία του. Αυτό το σύνολο μουσικής κρύβει και πολλά άλλα, μαζί και πέραν όλων των παραπάνω, με λίγες λέξεις.”
Στο σωστό αυτό συμπέρασμα κατέληξε ο Πάνος Πανότας το 2013, προσπαθώντας να μεταδώσει το συναίσθημα της ακρόασης του πραγματικά εκπληκτικού αυτού δίσκου του Forest Swords, κατά κόσμον Matthew Barnes. Και η αλήθεια είναι, ότι με τέτοια album είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναπαράγεις συναισθητικά την ακουστική εμπειρία μετατρέποντάς τη σε λέξεις.
Με αντίστοιχη προσμονή πάτησα το play με το που δημοσιοποιήθηκε η κυκλοφορία του “Compassion”, στις αρχές Μαΐου. Περιμένοντας να βιώσω και πάλι με μάτια κλειστά το συναισθητικό, υγρό, θερμό, με blur χρωματισμούς και μυρωδιές από βότανα της βρετανικής υπαίθρου, περιβάλλον της έμπνευσης του Barnes.
Ύστερα από αρκετές ακροάσεις, ακριβώς για την αποφυγή λάθους ή παρορμητικής εκτίμησης, τα μάτια μου επιμένουν να παραμένουν ανοιχτά. Οι μυρωδιές απουσιάζουν, τα χρώματα δεν είναι blury, παρά grayscale παλέτες. Η σωματική μου αντίδραση είναι το σήκωμα των φρυδιών.
Κι εξηγούμαι... Ο Forest Swords παραμένει ένας ενδιαφέρων παραγωγός. Οι ιδέες του σε συνθετικό και ενορχηστρωτικό επίπεδο είναι πλέον πιο οικείες, στο βαθμό που κατάφερε να τις κωδικοποιήσει. Κι εδώ ίσως βρίσκεται το πρώτο πρόβλημα. Η κωδικοποίηση αυτή δεν γίνεται σε όρους εμβάθυνσης, αλλά μιας πλάγιας καρκινικής κίνησης, που απαντά στην ανάγκη του δημιουργού να παράγει ένα ηχοτοπίο λιγότερο “τοξικό” συναισθηματικά, στο οποίο θα επικρατήσει η έννοια της “συμπόνιας”, όπως υποσυνείδητα ή συνειδητά τιτλοφορεί το πόνημά του.
Το “Compassion” απολαμβάνει παγκοσμίως πολύ καλές ως διθυραμβικές κριτικές. Κάποιοι μάλιστα βρίσκουν στοιχεία ευφορικού στη ροή του album. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο πρόβλημα. Ο Barnes διακατέχεται, ίσως, από έναν πανικό (όπως καταμαρτυρά και το single Panic, η πιο ολοκληρωμένη στιγμή του δίσκου) για την από μέρους του διαχείριση της δημοσιότητας και της αποδοχής που έχει προκύψει για τη δουλειά του. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν κάνει τα πράγματα σωστά. Δουλεμένα samples και αρκούντως ικανοποιητική ατμόσφαιρα. Τα γνωστά παραμορφωμένα φωνητικά του δίνουν διάχυτο παρόν σχεδόν σε όλες τις συνθέσεις, τη φορά αυτή όμως, όχι σε μια συγχορδία απόγνωσης, αλλά ως υποστηρικτικά χορωδιακά διασύνδεσης του εσωτερικού του μυαλού του με την σφαίρα του αντικειμενικά εφικτού. Και μοιραία, του αντικειμενικά αποδεκτού.
Η κυκλοφορία του “Compassion” συμπίπτει χρονικά με αυτή του ονειρικού και μεγαλειώδους album του Arca. Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Διότι ο Arca πετυχαίνει να πετάξει απελευθερωμένος, αναπτύσσοντας και την τελική λεπτομέρεια της έμπνευσής του πέρα από φόρμες, στοχεύσεις, κίνητρα και δεύτερες σκέψεις, πετυχαίνοντας το πλήρες και ανόθευτο συναίσθημα. Ο Forest Swords από την άλλη, εγκλωβίζεται στα πολύχρωμα κουτάκια του λογισμικού του, και δαπανά την προσπάθειά του επιχειρώντας μια τεχνική αρτιότητα, όπου όμως το συναίσθημα βγαίνει φιλτραρισμένο και φαντάζει αποστεωμένο.
Συνεπώς (για να μιμηθώ και τον Πανότα!), το σημαντικό με το “Compassion”, είναι ότι πρόκειται για έναν καλό και συνεπή ηλεκτρονικό δίσκο, στον οποίον όμως ο Forest Swords περνάει κάτω από τον πήχη τον οποίο ο ίδιος έστησε με το “Engravings”. Οι συγκρίσεις με εφάμιλλες φετινές κυκλοφορίες, όπως αυτή που αναφέρθηκε, μάλλον τον κατατάσσουν στους φιναλίστ της χρονιάς, ωστόσο ξεκάθαρα εκτός βάθρου.