Unwalled
Καναδός ο (κύριος) δημιουργός, πολωνική η εταιρεία, ελεύθερη και 'άνευ τειχών" η τζαζ. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Έχω ξαναγράψει για τον Καναδό σαξοφωνίστα Francois Carrier και μάλλον το πιο πιθανό είναι να ξαναγράψω. Και αυτό γιατί πιστεύω ότι οι πρωτοβουλίες του για την jazz σήμερα είναι πάρα πολύ σημαντικές κι ας μην είναι ιδιαίτερα γνωστός και δημοφιλής. Έτσι κι αλλιώς σπάνια η αναγνωρισιμότητα και η δημοφιλία πάνε πακέτο με την καλλιτεχνική αξία και συχνά οι καλλιτέχνες της μόδας σύντομα χάνουν την αίγλη τους.
Ο Francois Carrier είναι από αυτούς που δεν επιδιώκουν να πουλήσουν μούρη, ούτε να κοροϊδέψουν με φαντεζί εφέ και εντυπωσιακό αμπαλάζ. Η τέχνη του είναι απλή, χωρίς ψευτοϊδέες που δεν μπορούν να συμπλεύσουν δημιουργικά με την κατασκευαστική διαδικασία.
Σχεδόν πάντα τα σχήματα στα οποία συμμετέχει βάζουν τη free jazz μπροστά, την αναδεικνύουν ως μεγάλο επίτευγμα της μουσικής του αιώνα που μας πέρασε, αλλά και ως πράξη που αφορά και μας σήμερα. Το άλμπουμ “Nirguna” από το 2019 είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Στο “Unwalled” το άλμπουμ για το οποίο μιλάμε τώρα, έχουμε τον Carrier στο alto σαξόφωνο, τον Michel Lambert στα τύμπανα, των John Edwards στο κοντραμπάσο και τον παλαίμαχο Alexander von Schlippenbach στο πιάνο. Ο Michel Lambert είναι σχεδόν πάντα δίπλα στον Carrier. Δεμένοι συνοδοιπόροι στην περιπέτεια της free jazz, ουσιαστικά χτίζουν μαζί τον ήχο τους και έχουν στα σχήματά τους πολλούς και διάφορους καλεσμένους.
Η συνεισφορά του Schlippenbach εδώ δεν μπορεί παρά να είναι καθοριστικής σημασίας, χωρίς να αφήνει βέβαια πίσω του τους υπόλοιπους που δείχνουν τις δυνάμεις τους όντας πανέτοιμοι να συμπορευτούν μαζί του. Το παίξιμο του Schlippenbach έχει μια ιδιαίτερη δύναμη που συνταιριάζει την καίρια και με ακρίβεια αφαίρεση με τις λεπτές απέριττες μελωδίες και γίνεται παντοδύναμο όντας όσο διακριτικό χρειάζεται μέσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν κατέχει θέση αρχηγού. Το περιβάλλον αυτό είναι συνολικά αφαιρετικό με την έννοια ότι η μουσική που ακούμε δεν έχει άμεση αφήγηση (η αφήγηση δεν προκύπτει μόνο με τον λόγο, μπορεί να αφηγείται κάτι και η γλώσσα της μουσικής). Η αφήγηση εδώ είναι πιο διάφανη, όχι τόσο δοσμένη στο πιάτο. Πρέπει ο ακροατής να μπει στον κόπο να την αναζητήσει, να την αφουγκραστεί. Υπάρχει όμως. Προκύπτει σαν μια ιστορία που μπορεί να αλλάζει κάθε φορά που ακούς, να παίρνει μορφές άλλες σαν κάποιο φανταστικό ον που αρέσκεται στο παιχνίδι μαζί σου. Αυτό συμβαίνει απλά και φυσικά όπως είπαμε και αυτό είναι πολύ μεγάλο προσόν σε έναν χώρο (γενικά της τέχνης και ειδικά της μουσικής) που πολλοί επιδιώκουν να προκαλέσουν έκπληξη και σοκ. Αυτά όμως λένε κάθε φορά την ίδια ιστορία η οποία τελικά μπορεί και να μην υπάρχει καν.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με τέχνη. Η τέχνη δεν νοιάζεται συνειδητά και επί τούτου για την έκπληξη και το σοκ. Νοιάζεται για την λειτουργικότητα, για την κινητικότητα της ζωής, κάτι που εδώ επιτυγχάνεται στο μέγιστο.