Den Europaeiske Spejlbue
Θέλει λίγη υπομονή για να ακολουθήσεις τον αξιολάτρευτα παλαβό του κόσμο. Του Γιώργου Λεβέντη
Πριν καν τελειώσει η πρώτη ακρόαση, πιθανόν κάποιος να κάνει μια ελαφρώς κυνική σκέψη. Όχι λόγω ελιτίστικων αντανακλαστικών (που δε θα ήταν κακό) ούτε από ψυχρό μουσικολογικό ψείρισμα (ομοίως). Μάλλον για φυσική αντίδραση θα πρόκειται. Θα σκεφτείς, λοιπόν, ακούγοντας το σουρεαλιστικό αυτό άλμπουμ να ξετυλίγεται μπροστά σου πως μουσική τόσο ανυποχώρητης πειραματικής προδιάθεσης δεν είναι δυνατό να σου προκαλεί το ασυναίσθητο χαμόγελο χαράς με το οποίο την ακούς. Δε μιλάμε για το αίσθημα ψυχικής σύνδεσης που μπορεί να σου δημιουργήσει μουσική που υποτίθεται πως κυρίως απευθύνεται στο μυαλό, θέμα που έχουν λύσει πολύ σπουδαιότερα έργα δεκαετίες πριν, αλλά για κάτι ακόμη πιο απροσδιόριστο. Να το πούμε απλά, μουσική τόσο avant-garde συνήθως δεν έχει τόσο χαβαλέ.
Και δεν είναι να πεις ότι με το τρίτο του άλμπουμ ο Δανός Αnders Meldgaard προσπαθεί να στο κάνει εύκολο. Όλα τα τυπικά (και μερικά καθόλου τυπικά) γνωρίσματα ενός υψηλής στόχευσης δίσκου για λίγους διαδέχονται το ένα το άλλο μέχρι να πεις (με την καλή έννοια) ''έλεος, παραδίνομαι''. Αρκετές φορές είναι αδύνατον να καταλάβεις τι ακριβώς ακούγεται στο δίσκο, ποια όργανα παίζουν τι, ακόμη και το να καταλάβεις ποια είναι τα όργανα. Η συνοχή και το ενιαίο μουσικοαισθητικό θέμα δεν είναι πράγματα που δείχνουν να τον απασχολούν. Ακόμη και το όνομα της περσόνας που έχει διαλέξει ακούγεται διασκεδαστικά στοχευμένο. Αν ζητήσεις από τη μάνα σου ή τον Liam Gallagher να σου προτείνουν το ψευδώνυμο μέσα από το οποίο θα κυνηγήσεις ένα σπουδαίο avant-garde μέλλον θα σκεφτούν ακριβώς το ''Frisk Frugt''.
Θέλεις ο χαζοχαρούμενα παιδικός ηχητικός κόσμος που μοιάζει βγαλμένος από παρανοϊκό θρίλερ του 2025, θέλεις το μπαράζ ήχων που πιο πολύ από το να σε αποσυντονίζουν σε κάνουν να ψάχνεις τι (θα ήθελες να σου) θυμίζουν, θέλεις το ότι ψάχνεις τι μπορεί να αφηγείται ένας δημιουργός που μάλλον δε θέλει να αφηγηθεί κάτι, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν ξεκολλάς εύκολα από αυτά που ακούγονται. Το να προσπαθήσεις να περιγράψεις την ηχητική κατεύθυνση του δίσκου είναι μάλλον κωμικό. Αν μου βάλει κάποιος το πιστόλι στον κρόταφο για να εμπνευστώ κάποια περιγραφή ίσως σκεφτώ κάτι για την τιμή των όπλων. Οι Gryphon συναντούν το συγκρότημα που νομίζουν ότι είναι οι Animal Collective. O Boulez όπως θα ακουγόταν σε παιχνίδι του Sega Mega Drive. Αστεία και άσκοπα όμως κάτι τέτοια, ο φανταστικός κόσμος του Frisk Frugt δεν είναι απλά δύσκολο να σχηματοποιηθεί και να κατηγοριοποιηθεί, αλλά και εξίσου αχρείαστο να αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη για να μελετηθεί.
Είναι ενδιαφέρον πως πίσω από την ηχητική θoλούρα δεν υπάρχει κάποια αρχική φόρμα που εξελίσσεται ή ωθείται στα άκρα. Από το εναρκτήριο ορχηστρικό θέμα ως την κυκλική αναπαραγωγή ήχων που ενώ έχουν εσωστρεφή αφετηρία καταλήγουν να ακούγονται ως απενοχοποιημένα μικρά έπη, αυτό που φαίνεται να κινητοποιεί τη δημιουργία είναι το ένστικτο. Θα μπορούσε μουσική όπως αυτή να εξελιχθεί σε καρικατούρα. Το ανοιξιάτικο feeling, η ενσυνείδητη -σχεδόν κλισέ- ευρωπαϊκότητα, oι αντιφατικές αφετηρίες και η συναισθηματική σύγχυση εύκολα θα μπορούσαν να καταρρεύσουν ή να καταλήξουν σε ασκήσεις σχηματικής ελιτίστικης ευκολίας. Άνετα το απροσδιόριστα ευφορικό αυτό άλμπουμ θα μπορούσε αντί να οριοθετήσει χώρους φιλόδοξης πρωτοπορίας να παραδοθεί στη χλεύη όσων θα ήθελαν κάθε μουσική προσπάθεια να δικαιώνει την πεποίθηση πως ούτως ή άλλως έχουμε ήδη ακούσει τα πάντα.
Σκόπελοι που ξεπερνάει ο Meldgaard με όπλο μία μουσική πειθαρχία που φαίνεται εκ του αποτελέσματος και όχι από την αρχή. Πειθαρχία που δεν εκκινεί ούτε από την υποχρέωση να ακολουθηθεί κάποια σταθερή μελωδική γραμμή (που δεν υπάρχει) ούτε από κάποια αδιαπραγμάτευτη αίσθηση musicianship που θα συναντούσαμε σε κάποιον παραδοσιακό μαθητή κλασικής μουσικής. Είναι αυτή η αδιόρατη πίστη στη μουσικότητα της κάθε του προσπάθειας που κάνει το δεκαεξάλεπτο κλείσιμο με το ''Οmdrejningsmusik solens mekanik'' να μην καταρρέει από το βάρος της επανάληψης, αλλά να αποκαλύπτει μικρές κορυφώσεις που μοιάζουν ακόμη και ακούσιες. Και είναι αυτό το ταλέντο που κάνει τις πιο χαλαρές στιγμές του δίσκου να μην ακούγονται ως συμβατικές folk υποχωρήσεις που θα ενέπνεαν κάποιον Βρετανό ποπ καλλιτέχνη για το πέρασμα του στην δύσκολη μουσική, αλλά ως αναγκαίοι κρίκοι μιας νέας ηχητικής περικύκλωσης. Υπό αυτή την έννοια, στον Meldgaard αξίζει το σημαντικότερο κομπλιμέντο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος στον συνθέτη ενός τέτοιου δίσκου, η αναγνώριση μιας μουσικής παιδείας που ούτε αναγνωρίζεται κλασικά, ούτε μπορεί να εντοπιστεί πριν από πολλαπλές ακροάσεις.
Σε μια περίοδο που η avant-pop κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της και από μελωδίες που μάλλον έχουμε ξανακούσει και η πιο αξιόλογη από την πειραματική μουσική που κυκλοφορεί χάνεται είτε στη σύγχυση των αποσυσπειρωμένων μουσικών κοινοτήτων είτε στη νωθρότητα που επέφερε η -για καλό και κακό- πτώση των μουσικών τειχών, μουσικοί όπως ο Frisk Frugt είναι από τα καλύτερα πράγματα που μπορούν να μας τύχουν. Θέλει λίγη υπομονή για να ακολουθήσεις τον αξιολάτρευτα παλαβό του κόσμο και να αφήσεις την παιδικότητά σου να τον συναντήσει. Παιδικότητα που πάντοτε όμως -συνειδητά ή μη- φροντίζει να μας την βγάζει όχι μετακινούμενος από τον κόσμο της καλλιτεχνικής του ιδιαιτερότητας, αλλά χαράζοντας νέα όρια εντός του. Κάπως έτσι μπορούμε να θεωρούμε βέβαιο πως η μουσική του όσο και αν έχει τις συναισθηματικές αξιώσεις να το κάνει, δε θα φτάσει ποτέ σε αυτιά για τα οποία δεν προορίζεται. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση που αυτό είναι κρίμα.




