Ε, αφού είσαι από το Brighton να πούμε, τι με ταλαιπωρείς με σημειολογικά εμπνευσμένα γιαπωνέζικα ονόματα για τη γενιά με τη θολή μνήμη από τα 80s ... Επειδή έχουν σπάσει τα νεύρα μου πριν καν ξεκινήσει το καταπληκτικό αυτό review, στο εξής οι Fujiya & Miyagi για λόγους συντομίας θα αναφέρονται ως FM... και στο τέλος θα σας αποδείξω και για ποιο λόγο είναι επιτυχημένη τούτη η επιλογή.
Είσαι λοιπόν σπουδαίος καλλιτέχνης όταν φτιάχνεις σπουδαία τραγούδια. Με αθάνατες μελωδίες, μεγαλειώδεις στίχους και ιδέες που φτάνουν για να γεμίσουν το κενό της έμπνευσης των υπολοίπων. Τι γίνεται όμως όταν άμα τη σύλληψη μιας καλής ιδέας, συμπεριφέρεσαι περιπαιχτικά απέναντί της, σχεδόν την εμπαίζεις, την εγκλωβίζεις ανάμεσα σε ανόητα στιχάκια στο βωμό της άνευ νοήματος ρίμας και καταλήγεις να ολοκληρώνεις αψεγάδιαστα άλμπουμ, την ώρα που οι αντίπαλοί σου παλεύουν για την ευστοχία του single.
Τότε -όπως έχει αποδείξει η ιστορία- είσαι απλά ΠΟΛΥ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ καλλιτέχνης. Οι Beatles για παράδειγμα ουκ ολίγες φορές εφάρμοσαν την παραπάνω τακτική. Ο James Brown πάνω σε αυτή έχτισε τη φήμη του σπουδαιότερου ανθρώπου της μαύρης μουσικής. Τούτοι εδώ οι kraut Εγγλέζοι δεν μασάνε από όλους τους παραπάνω και ψαλιδίζουν με στατιστική επιτυχία τη μέθοδο στα δικά τους μέτρα και σταθμά.
Με τα πρώτα δευτερόλεπτα του Knickerbocker αναμοχλεύεται η μέθοδος Yakety Yak και όποιος κάνει λόγο για βαρυσήμαντη στιχουργική στα όρια της μεταφιλοσοφικής διάνοιας, σίγουρα ακούει άλλο δίσκο. Τα επίπεδα φωνητικά ευνοούν το γερμανόφιλο κρίμα και στέλνουν τις αντοχές της pop ανοησίας στα άκρα, για να συναντηθούν με τις σαρωτικές εκτάσεις των Zombie Zombie και των Holy Fuck (μη λέμε συνέχεια για τους Neu... ποιος τους ακούει άραγε πια;).
Με γνώμονα την απόλυτα ειρωνική διάθεση προς κάθε δική τους και κάθε δανεισμένη νότα, αυτόματα καθιστούν τους Air και κάθε άλλο ανταγωνιστή τους αφόρητα σοβαροφανείς υπαλλήλους φωτοτυπικών καταστημάτων, που λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Με την καλύτερη πλαστικά rhythm section στην πιάτσα, οι FM θα μείνουν ακόμη και οι ίδιοι έκπληκτοι όταν το Pickpocket ψηφιστεί ως το καλύτερο synth pop single της χρονιάς.
Στο κάτω κάτω, μόνη η καταγωγή τους θα αρκούσε να αποδείξει ότι είναι μια φύσει brit pop μπάντα που δεν πρόλαβε όχι μόνο την αναγεννησιακή, αλλά ούτε και την παρενθετικά ανοιξιάτικη, περίοδο του είδους, οπότε αναγκάστηκε να σώσει την υπόληψή της, μετακομίζοντας την πηγή της έμπνευσής της σε άλλα κλίματα. Κράτησε όμως ατόφια τη φλεγματική διάθεση του σκοπού της και σε αυτό το -ουσιαστικά ντεμπούτο- άλμπουμ βγαίνει κάθε άλλο παρά χαμένη.
Ένα ανακάτεμα όλων των παραπάνω παραγράφων και μία άνευ ετέρου γνώσεως πρώτη ακρόαση του Lightbulbs καταλήγουν στο ότι επιτέλους κάποιος πρέπει να επαναπροσδιορίσει τα όρια του εμπορικού ραδιοφωνικού ήχου και να απομακρύνει το είδος από την μάστιγα των loud but not proud παραγωγών. Οι FM σε έναν ιδανικό κόσμο θα αρχίσουν να μοιράζουν παραγωγές προς τρίτους και θα καταστούν ο Jim Steinman του σοφιστικέ ηχητικού μέλλοντος.
Επί του παρόντος, χαρίζουν επίμονα μπίτια με ατόφια αντρικό χαρακτήρα σε όσους νοσταλγούν τα μεγάλα γερμανικά συγκροτήματα που ποτέ δεν πρόλαβαν ή δεν μπήκαν στον κόπο να ακούσουν πραγματικά, με την προκάλυψη pop τραγουδιών από αυτά που έχει βάλει στην καραντίνα ο Damon Albarn, λόγω της δικής του ιαπωνικής οδύσσειας.