Summer Eyes
Νέα Ζηλανδία - Βερολίνο, μια ...ψυχεδέλεια δρόμος. Του Πάνου Πανότα
Ζώντας κυριολεκτικά πλέον στο «παγκόσμιο χωριό» εκείνου του προφητικού Marshall McLuhan, κι αρκετά συχνά ζώντας με κάπως αυτοχλευαστικούς τρόπους είναι η αλήθεια, άλμπουμ σαν το “Summer Eyes” μετατρέπονται επίσης, έστω κι επιμέρους, σε αποχρώσες ενδείξεις και για το τι πραγματικά σημαίνει αυτό το χωριό καθαυτό. Για καλή μας τύχη.
Οι υπερατλαντικές αποστάσεις λοιπόν που τις παλιές εποχές θεωρούνταν καθοριστικές, δεν καθόρισαν τίποτα στους Full Moon Fiasco. Μάλλον δεν θα μπορούσε να έχει γίνει κι αλλιώς δεδομένης τής βιογραφίας που ακολουθεί:
Ο Will Rattray τους έδωσε ζωή στην Newtown του Wellington. Αρχικά ως προσωπικό του side project κι ενόσω ήδη το προσπαθούσε με τους Thought Creature. Του πήρε ενάμισι χρόνο –τετρακάναλο στο σπίτι, κατά τα γνωστά– για να γράψει την πρώτη δωδεκάδα τραγουδιών. Συστάθηκε μπάντα. Το ντεμπούτο “Cosmic Palms” ήρθε το ’10. Οι Thought Creature έπαιξαν το χαρτί του Βερολίνου. Κάηκαν, αλλά ο Rattray αποφάσισε να παραμείνει στην πόλη. Όπου και ξανάφτιαξε τους F.M.F. με άλλο, καινούργιο σχήμα. Τώρα παίζει με τον ομοεθνή του Mitchell James, την κροατικής καταγωγής Jelena Mirceta και την Megan Wright απ’ την Νότιο Αφρική, τους οποίους λέγεται ότι γνώρισε στη βερολινέζικη νύχτα. Και σαν να βλέπουμε ήδη τον McLuhan να χαμογελάει από ψηλά.
Καταλάβαμε το γιατί χρειάστηκαν επτά έτη για να ευοδώσει το φετινό διάδοχο “Summer Eyes”. Ας πούμε και το πώς. Και πάλι, οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν επί το πλείστον στην Νέα Ζηλανδία - σ’ αυτές εμπλέκονται τα παλιά μέλη, τα τρία νέα βρίσκονται μονάχα στα ευχαριστήρια. Τις οποίες προχώρησε προς έκδοση τελικά η Fantasy Fiction που εδρεύει πίσω στο Βερολίνο. Μα ούτως ή άλλως δεν θα απορήσει κανείς στο παγκόσμιο χωριό που ο καλύτερος νεοζηλανδέζικος δίσκος του ’17 έρχεται απ’ την Γερμανία, κι ας ζαλίζεται με τα πήγαινε-έλα στα αεροπλάνα.
Ακούγοντας και ξανακούγοντας απόψε π.χ. το ασυναγώνιστο “Sight Unseen My Pixie Queen” το κόνσεπτ «εξαιρετικό και πολύ αγαπημένο κομμάτι» παίρνει την πιο απρόβλεπτα σαγηνευτική τροπή και τις διαστάσεις θρησκευτικής ομολογίας που ψοφάμε να αποκαλύπτουμε (και να αποσιωπούμε συγχρόνως, αναλόγως την στιγμή). Οδηγώντας μας σε δρόμους αλλιώτικους, σε κατευθύνσεις που ευχόμαστε να είναι εξ’ ολοκλήρου μονάχα ταξίδι, ταξίδι και πάλι ταξίδι, χωρίς απαιτητό προορισμό. Ή πάλι όταν τα “Diamond Dancer”, “Soft Focus” και “Green Skys” βγουν στα ηχεία και σε καρφώσουν στην προσήλωση.
Συνθέτοντας, παίζοντας κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο, κρουστά, τραγουδώντας, κάνοντας παραγωγή και μίξη, ακόμη και το σχεδιαστικό για το εξώφυλλο, δεν θα τεθεί, κι από κανέναν, θέμα για το ποιος αρχηγεύει στους Full Moon Fiasco. Είναι ο συντριπτικός ρόλος του κυρίου Will Rattray. Τραγουδοποιού με το ειδικό ποπ ταλέντο αλλά και το μοναδικό ένστικτο στο ζύγισμα των φράσεων που σπουδάσαμε κάποτε στους δίσκους του Martin Phillipps όταν τα ονόματα Flying Nun και The Chills ζύγιζαν πολύ.
Τι δόλιες ιδέες που ’χουμε ώρες-ώρες! Δεν αναφέραμε καν εδώ ως κύρια παραδείγματα περί των σπουδών μας τους Syd Barrett και Dan Treacy. Πολύ δύσκολα θα υπάρξει τραγουδοποιΐα που να μας υπενθυμίζει πόσο αλλιώς –το αλλιώς ως σχήμα λόγου περισσότερο– μπορούμε να δούμε την ουσία της παρούσας, μαγευτικής ψυχεδέλειας δίχως να χρειαστεί να κουνηθούμε βήμα απ’ το σήμερα, και να μην τους υπαινιχτεί ή να καταλήξει στους τρελοBarrett και τρελοTreacy. Και σίγουρα τούτη δεν θα ’ναι του Rattray.
Αλλά ποιος να σταθεί τόσο απόλυτος μπροστά σε έναν μουσικό δίσκο που διαψεύδει ακριβώς τους απόλυτους;