The road gets darker from here
Αφανείς ήρωες του ροκενρόλ - περίπτωση #252. Του Άρη Καραμπεάζη
Διάβαζα το κλασικό Q&A του περιοδικού Mojo τον προηγούμενο μήνα, με καλεσμένο τον Jon Spencer, και το γενικό συμπέρασμα ήταν μία (μεγάλη μάλλον) πίκρα που του έχει αφήσει η μακροχρόνια ενασχόληση του με το rock 'n' roll (και μερικά σημάδια στο σώμα από ότι λέει). Και να σκεφτεί κανείς ότι για μισό φεγγάρι ήταν και ροκ ημίθεος, ο Spencer. Τι πρέπει δηλαδή να πει ο James Johnston; Για περίπου τρία τέταρτα της ώρας κάπου στα μέσα των 90s, υπήρχε η υποψία ότι θα στεφθεί τελικά διάδοχος του King Ink, με ένα γύρισμα της τύχης όμως, σχεδόν κόντεψε να διαγραφεί από τον χάρτη και απλώς μακροημέρευσε ως ακόλουθος του. Κι ας ήταν πάντοτε πολλά παραπάνω από αυτό.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο ροκ προσανατολισμός, κάπου στα late 90s αλληθώρισε προς την πλευρά της συμπλεγματικής αντιμετώπισης του είδους, σε βαθμό που να του αφαιρεθεί κάθε τι χαρακτηριστικό, στο βωμό ενός απροσδιόριστου προοδευτισμού, που όμως χιλιόμετρα απέχει από την όποια πρωτοπορία, και πάλι φτάνουμε στην περίπτωση των White Stripes τότε και των Black Keys τώρα (που αμφότεροι οι Spencer & Johnston τους έχουν για πρωινό) και πάλι δεν δίνεται πειστική εξήγηση, πέραν του προφανούς the public wants what the public gets. Και η αλήθεια είναι ότι rock 'n' roll ήρωες που καίγονται πρώτα από μέσα, όπως ο Johnston, το μεγάλο μέρος του "ροκ λαού" δεν τους αντέχει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δισκογραφικά επιτεύγματα των Gallon Drunk ήταν αψεγάδιαστα και ότι απλώς πρόκειται για μία ακόμη μεγάλη αδικία της ροκ ιστορίας. Κάθε άλλο. Ήδη από το In The Long Still Night, και παρότι τότε είχε λάβει πανηγυρικής υποδοχής, είχε διαφανεί ότι το παιχνίδι με τους όρους των κατασκευαστών δεν τους πηγαίνει. Οτιδήποτε είχαν κάνει στην πρώτη τους πενταετία, έστεκε πάντοτε να τους κοιτάζει αφ' υψηλού και να τους θυμίζει ότι αυτός που τα έχει βγάλει πέρα με το Χάος, αισθάνεται τουλάχιστον άβολα σε οποιουδήποτε είδους τάξη. Τα χρόνια πέρασαν, το rock 'n' roll έκανε μερικούς ακόμη κύκλους, κάθε φορά και πιο σύντομους, και οι Gallon Drunk του 2012, ως τρίο πλέον, έχουν να αντιμετωπίσουν πιο σοβαρά προβλήματα από το να κυνηγήσουν ένα support στους Black Keys. Καθώς μετά την πρώτη εικοσαετία δράσης, παραγράφηκαν οι όποιες αναφορές τους στους δικούς τους ήρωες, καλούνται πλέον να αποδείξουν ότι είναι όντως το Real Thing (το ίδιο και ο Jon Spencer, φέτος και αυτός, μετά από αρκετά χρόνια δισκογραφικής απουσίας ως Blues Explosion).
Σε τραγούδια όπως το A Thousand Years είναι που κρύβεται το μυστικό των Gallon Drunk. Εκεί που μπαίνουν με ορμή σαν να βρίσκεται ο καθένας σε διαφορετικό δωμάτιο ηχογράφησης και να συναντώνται τυχαία μεταξύ τους, όχι τόσο από πρόθεση, όσο από ένστικτο. Εκεί που ο Johnston προκαλεί την μπάντα να τον ακολουθήσει σε πάθος και οι υπόλοιποι, είτε για να τον εκδικηθούν, είτε για να τον καλοπιάσουν, καταλήγουν σε ήχους επικίνδυνους, μέχρι τα πνευστά του Terry Edwards να πάρουν το όλο πράγμα πάνω τους, και να μπορείς να πεις ότι ακόμη ένα τραγούδι τους τέλειωσε με μπόλικο ιδρώτα. Ομοίως με εναρκτήριους στίχους του στυλ "The Air Is Heavy/ You Could Cut It With A Knife" (ή κάπως έτσι από ό,τι ακούω), θυμίζουν εύστοχα ότι ο rock 'n' roll διονυσιασμός επιβάλλει να οριστεί εξ αρχής καθαρά και αντρίκια το γήπεδο όπου θα λάβει χώρα, και δεν θέλει ανούσια τραλαλά και θεατράλε ανοησίες για να ευδοκιμήσει.
Επειδή εδώ μέσα τα τραγούδια υπάρχουν και είναι αντάξια αυτών που μας "ταυτοποίησαν" κάποτε με την μπάντα και τις ανάγκες της, κρίνεται ως τουλάχιστον άδικο το ότι η παραγωγή δεν επέτρεψε στα πράγματα να ξεφύγουν μέχρι εκεί που δεν πάει, αλλά υπάρχει μία γενική αίσθηση καλουπώματος. Όταν αυτό το καλούπωμα απουσιάσει εντελώς, και όπως διαπιστώσαμε και προ διετίας στο An Club, παρά τις αντίξοες τότε ηχητικές συνθήκες, αυτό εξακολουθούν να το κάνουν επί σκηνής οι Gallon Drunk, τότε τα πράγματα γίνονται πάλι απλά, κατανοητά και όσο πρέπει επιθετικά. Τότε οι Gallon Drunk ξεκινάνε κάθε τραγούδι δίνοντας την εντύπωση ότι θα επιτεθούν στους ακροατές τους και το τελειώνουν με κάθε πιστό τους ακροατή να θέλει να τους αγκαλιάσει και να τους ευχαριστήσει, σχεδόν δακρυσμένος. Το κάναμε στο παρελθόν, μπορούμε να το επαναλάβουμε και τώρα αν τυχόν ο Johnston δώσει επί σκηνής τέλος στο Killing Time καταπίνοντας το μικρόφωνο, ως οφείλει ασφαλώς να κάνει.