Ακριβώς όπως συμβαίνει και μ' άλλα που μας παθιάζουν στη ζωή, η έπαρση κι η υπερβολή στην καλλιτεχνία εσωκλείουν κάτι αγαπησιάρικο μα συγχρόνως κι απλησίαστο. Αν δεν τις έχεις στη φύση σου, εμπίπτοντας στο αφορολόγητο της εξωκοσμικότητας, τις παρεξηγείς ή τις συγχέεις με το μεγαλοϊδεαλισμό. Και τότε ποιος να φέξει για την άκρη... Ένοχες (και δη με το παραμικρό) για ημιτέλειες, διότι εξωθούν σε προϊόντα υπερχειλίζοντος ενθουσιασμού αλλά συχνά με βασικές ελλείψεις στις τεχνοτροπίες, αντιστρέφουν όλα τα απευκταία άμα συνεργάζονται στο να μη μοιάζει η δημιουργικότητα με κουρελού.
Άμεσα ή κι υπαινικτικά, βρέθηκε κι ο λόγος για όταν μουρμουράμε πως κάποιο γκρουπ είναι ικανό για κάθε αποτέλεσμα, ακόμα και για κανένα. Με τους Gang Gang Dance συνέβαινε σχεδόν με το που μαθαίναμε ότι είχαν νέα κυκλοφορία κι ενώ ήδη αυτή ζητούσε μέρος απ' το ζωτικό χώρο της συλλογής μας. Ωστόσο, μακριά από φιλοσοφίες του τσαγιού, το γκρουπ απ' το Μανχάταν από δίσκο σε δίσκο δείχνει έναν πασιφανή ανασχηματισμό, ώστε σήμερα να λέμε πως έχει μεταμορφωθεί. Μαζί του κι η Lizzie Bougatsos, ως συνυπεύθυνη γαρ, η οποία στο καινούργιο άλμπουμ βρίσκεται τόσο στο κέντρο όσο δεν ήταν ποτέ της.
Ειδική στοιχειοθέτηση για τα προηγούμενα μάλλον δεν είναι απαραίτητη, μόνον υπενθυμίσεις. Αποκλείεται να 'χει ξεχαστεί πως το συγκρότημα ξεκίνησε ως μια αρτ-φέρνουσα κολεκτίβα θορυβοαυτοσχεδιαστών, μα δεν απαιτείται κι απ' όσους όντως το θυμούνται να 'χουν παρακολουθήσει τα βίντεο απ' το enhanced cd του "Hillulah" για να 'ναι σε θέση να μαρτυρούν κι αυτοί το πόσο ασταθής έβγαινε τότε επί σκηνής η περφόρμανς της Bougatsos, θέλοντας κόπωση για να μην κουτρουβαλήσει σε άνευ νοήματος παιχνίδισμα. Πλέον, οι Gang Gang Dance έχουν χτυπητά μετατραπεί σε συμπαγείς παραγωγούς τραγουδιών για μπάσο, κρουστά, σίνθς και φωνή, κάτι που θέλει ξανά προπόνηση αλλά σ' άλλο άξονα.
Ψάχνοντας, δε, κανείς λιγάκι μέσα σε εξαιρετικά κομμάτια, όπως το "Glass Jar" που ανοίγει το cd, το "Thru And Thru" που το κλείνει κι ασφαλώς το "Adult Goth", κι αφού πριν επισημάνει πως ο νεοφερμένος ντράμερ Jesse Lee στην παρθενική του εμφάνιση ακούγεται ικανός, προσηλωμένος και συγχρονισμένος στα περί έπαρσης με τα φωνητικά, θα καταλήξει πιθανότατα ότι υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει στο προκείμενο, είτε για καλό είτε για κακό, είναι ένας αβλαβής μπιορκ-ισμός. Εξάλλου, δεν αποτελεί φαινόμενο που μόλις τώρα κατέβηκε απ' τον ουρανό κι όποτε έχουμε αντιπαραβολή, εν μέσω χρήσης εφέ, της τραγουδιστικής ερμηνείας με τους εσκεμμένους, κόντρα βοκαλισμούς, την περιγράφει καλά.
Καθώς με το "Eye Contact" οι Gang Gang Dance ντεμπουτάρουν για τη 4AD, είναι λογικό να υπερτονίζονται μερικά πράματα αναφορικά μ' αυτό. Το βήμα προς την επιτυχία, το μεγάλο άνοιγμα κ.λπ. Εντούτοις, κι εξαιρώντας το artwork, όλα τους ήταν ήδη κεκτημένα για το γκρουπ: Ως καταλυτικό για το όποιο breakthrough παραμένει το προκάτοχο "Saint Dymphna", ως αναφορικό στα περί επιδόσεων ίσων με απόρροια έρευνας, το "God's Money". Δεν έχει υπόσταση μια λογική σύγκρισης, όμως. Αυτοί οι τρεις (με το φετινό) δίσκοι, αν και συνεχόμενοι, είναι μια σε φάσεις αλλαγή πλεύσης που διαρκεί χωρίς να φαίνεται το μετά της.
Με τα χρόνια να περνούν, τόσο η μπάντα συνολικά, όσο κι η Lizzie Bougatsos ατομικά, λες και διαπραγματεύονται μια διαφορετική πραγματικότητα σ' ένα παζάρι που δεν έχει τελειωμό, έχοντας πια μπει σ' έναν ήχο που πατάει στην Kate Bush, στη M.I.A. και σε μια παράκαιρη post-millennium παντρειά των προαναφερθέντων με σχήματα της πάλαι ποτέ Y. Παρατίθεται με επάρκεια απ' την πρώτη ακρόαση κι επομένως η κάθε κατοπινή γίνεται τρόπον τινά επί μέρους συντηρητική, το ίδιο και παρόμοια σαν με το after-hype άλμπουμ των Yeasayer.
Και για να λυθεί και μια απορία που κάνει πάμπολλους να σκοτώνουν πολύτιμη ώρα ψάχνοντας samples από σκυλάδικα, στο τρακ με το σύμβολο του απείρου μονό ακούγεται ο Γιώργος Μπουγάτσος να βγάζει τον νταλκά του επί γης. Κάπως σαν φόρος τιμής αφού έφυγε πρόωρα.