Οι Garlic ξεκίνησαν σαν τρίο ένα χρόνο πριν το millennium, με ιδρυτική και φωνητική ψυχή τον Mike Wyzgowski. Αυτός ήταν ένας χαρισματικός τυπάκος που η πορεία του κατά καιρούς διασταυρώθηκε με τους Tricky και Paul Oakenfold (δούλεψε μαζί τους), John Peel (τίμησε αρκετά σέσσιον του), New Order (άνοιξαν live τους) και Pavement (τους μιμήθηκαν). Άλλωστε δεν χρειάζεται να είσαι ούτε φαν ούτε των τελευταίων, ούτε των Sonic Youth και των Pixies, για να σε βρέξουν τα επιρροϊκά τους κύματα, σε ηπιότερους βέβαια τόνους.
Αλλά αυτό που κυρίως ακούγεται γουστόζικα εδώ είναι ένα μοίρασμα: ο Wyzogski ακούγεται σαν τον Lou Reed τις μισές φορές, σαν τον Neil Young τις υπόλοιπες. Στην πρώτη περίπτωση νομίζεις ότι ο Lou της ώριμης New York εποχής φροντάρει τους Pavement, στη δεύτερη πως ένας χαλαρός Neil Young τζαμάρει με φορτσάτους μουσικούς. Κάπως έτσι κινήθηκαν απ’ το ντεμπούτο το 2001 και το δεύτερο δίσκο το 2002, το 'The murky world of seats' στην Bella Union που οι περισσότεροι πρωτόμαθαν με τους Cocteau Twins.
Το 'Jam Sabbatical' σε πρώτη ακρόαση ακούγεται εκκεντρικό και μοιάζει ν’ αδιαφορεί για το αν αρέσει. Παίζουν τη lo fi φι στα δάχτυλα, αλλά ρίχνουν και θορυβώδεις πινελιές ηχητικής νεότητας στις κιθάρες. Εστιάζουν σε μια ντελικατισμένη ροκ άποψη που αγαπήσαμε απ’ τους Sparklehorse, αλλά εκπέμπουν και το θράσος των συνθέσεων των Smashing Pumpkins. Μέχρι να τους λυπηθείς στα κωμικοτραγικά τους παραληρήματα του 'The Stenhousemuir of love', έχεις περάσει από ηπιότερες περιοχές, που συχνά πάσχουν συνθετικά. Φυσικά ο αγώνας μεταξύ Reed και Young βαίνει για άλλη μια φορά ισόπαλος ποσοτικά, αν και ποιοτικά με άγγιξαν περισσότερο οι ευαισθητότερες αντηχήσεις του γερόλυκου.
Όταν οι δυο άγιοι λατρεύονται εδώ μόνο φωνητικά, η lo fi έχει τις καλύτερες στιγμές της, όπως στο 'Never gonna let you down' (μια άποψη για το πώς θα ακούγονταν οι Camper Van Beethoven σήμερα) και στο υποδειγματικό "ταπεινό" ροκ του 'Face down'. Δεν ξέρω μόνο τι αντοχές θα 'χει κι αυτό στο χρόνο.