Der Lange Marsch
"Το στοίχημα της techno-ποίησης του ιμπρεσσιονισμού κερδίζεται με χρυσό μετάλλιο". Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Το προσωπικό ύφος σαφώς είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην τέχνη. Όλοι οι άνθρωποι χωρίς εξαιρέσεις είναι ξεχωριστοί, έχουν το δικό τους μοναδικό αποτύπωμα πάνω στον πλανήτη. Αυτό δε γίνεται να μην φαίνεται στα έργα μας, υπάρχει έτσι κι αλλιώς σε όλα τα επιτυχημένα έργα τέχνης, αυτή η ιδιοσυγκρασιακή εσάνς, ένας αέρας ειδικός που δε μας θυμίζει τίποτα άλλο.
Κάπου εκεί όμως ξεκινά και μια παρεξήγηση. Καραδοκούν παγίδες για τους καλλιτέχνες αλλά και για τους φιλότεχνους. Όταν αυτό το ειδικό, το προσωπικό γίνεται ψυχαναγκασμός, δηλαδή ο καλλιτέχνης το επιδιώκει απολύτως συνειδητά χωρίς να έχει κανένα άλλο μέλημα, θα αποτύχει. Θα παγιδευτεί σε μια μανιέρα της ίδιας του της ευφυΐας που τον οδήγησε μεν σε κάτι πρωτότυπο, επιφανειακό όμως, αφού δεν επιδίωξε να εξερευνήσει επάνω του μέσα από τη δουλειά και την τριβή, αξίες καλλιτεχνικές που με έναν τρόπο έχουν κατοχυρωθεί, που είναι διαχρονικές και ισχύουν εδώ και χιλιετίες.
Η πρωτοτυπία δεν πρέπει να μπερδεύεται με την ιδιοσυγκρασία και με την προσωπικότητα. Το πρώτο εφευρίσκεται. Είναι ένα παιχνίδι της νόησης που μπορεί να έχει ή να μην έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Το δεύτερο είναι συνήθως διακριτικό. Δεν κραυγάζει την παρουσία του, είναι πάντα εκεί και σε περιμένει να το επεξεργαστείς. Ένα λεπτό και πολύτιμο πράγμα που δεν έχεις παρά να αντιληφθείς και να το κάνεις άξιο να κοινωνηθεί μέσω της τέχνης. Μέσω της γνώσης της τέχνης ιστορικά και πρακτικά και μέσω της αντίληψης της σχέσης που έχει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σου με ότι υπάρχει και έξω από σένα. Πώς αυτό το ιδιαίτερο επικοινωνεί τελικά. Χωρίς όμως να διαγράφεται το παρελθόν και η ιστορία γιατί χωρίς αυτά είσαι ανεπαρκής, ασπόνδυλος (ίσως και ανόητος αν καταλήξεις να νομίζεις ότι έκανες κάτι καινούριο που όμως οφθαλμοφανώς δεν είναι). Και χωρίς να αγχώνεσαι ιδιαίτερα για το αν θα φανείς τελικά πρωτότυπος αφού δεν είναι αυτός ο στόχος σου. Αυτά βέβαια σηκώνουν μεγάλη συζήτηση και δεν πρόκειται να εξαντληθούν σε μια απλή δισκοκριτική.
Έλα όμως που έπρεπε κάπως να την ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση. O Wolfgang Voigt δεν μας δίνει απλά το έναυσμα μέσα από τον τελευταίο του δίσκο ως Gas, μάλλον το σημαντικότερό του project, σχεδόν μας επιβάλει να το κάνουμε, αφού καταφέρνει κυρίως σε αυτό ότι λέγαμε παραπάνω. Να είναι απολύτως ξεχωριστός, να κάνει κάτι πραγματικά ιδιαίτερο, κάτι... δικό του. Όχι πρωτότυπο, όχι πυροτέχνημα, όχι κάτι να γυαλίζει. Κάτι που είναι ταυτόχρονα γνώριμο, που δε σε απωθεί με τον ναρκισσισμό της επί τούτου διαφορετικότητας αλλά είναι παραδόξως και με μαγικό τρόπο, ένα καινούριο ον. Όχι κλώνος.
Χρησιμοποιούνται εργαλεία γνώριμα. Αποκλειστικά ηλεκτρονικά. Ακόμα και σαν στυλ δεν ξεφεύγει το πράγμα. Ο Wolfgang ουσιαστικά παίζει techno. Αλλά τι techno είν’αυτό! Είναι καταρχάς αυτό που χρειάζεται το είδος για να αποδείξει και στους πιο σκληροπυρηνικούς αρνητές του ότι μπορεί ακόμα και έτσι να προκύψει «σοβαρή» μουσική. Αν και το techno δεν είναι ο στόχος, είναι απλώς το όχημα. Χρησιμοποιείται για να μεταφέρει μια ιδέα. Ένα... concept (για να χρησιμοποιήσουμε και έναν όρο του σύγχρονου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι).
Δεν είναι καθόλου πρωτότυπος. Είναι ξεχωριστός. Το επαναλαμβάνω για να εμπεδωθεί. Όλοι οι GAS δίσκοι είναι σχεδόν ίδιοι. Όσοι δε θέλουν να αφουγκραστούν αυτό που γίνεται μπορεί και να απογοητευτούν, να πουν «μα τι μας λέει πάλι τα ίδια;» Από κει και πέρα όμως το στοίχημα της αποφυγής της μανιέρας κερδίζεται και μάλιστα εύκολα γιατί η ιδέα είναι μία αλλά η λειτουργία και η μαγεία ακατάσχετη.
Μπαίνει από τον Wolfgang ένα στοίχημα. Το kick drum, η «μπότα», το επαναλαμβανόμενο ρυθμικό χτύπημα, που πάντα υπήρχε στα έργα του, αλλά τελευταία είναι μάλλον κάπως πιο ενεργό, λιγότερο συνοδευτικό, γίνεται ένας ορίζοντας συνήθως απόμακρος αλλά ισχυρός που αγκαλιάζει σαν ατμόσφαιρα ενός πλανήτη τα πάντα μέσα στη σύνθεση. Αυτό το ρυθμικό πλαίσιο (με άκρως δημιουργικό λόγο όμως) αφήνει πάνω του να «πλεύσουν» οι πιο κλασικότροποι (θυμόμαστε και τον Debussy) ιριδισμοί και μελωδίες. Το τέταρτο κομμάτι είναι πραγματικά ασύλληπτο ας πούμε και το στοίχημα της techno-ποίησης του ιμπρεσσιονισμού κερδίζεται με χρυσό μετάλλιο.