The Passing
Καμια φορά το αυτί αποζητάει το κλασικό και το οικείο. Από εκεί άλλωστε ξεκινάνε όλα τα περάσματα για κάτι διαφορετικό... Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Είχα την τύχη και τη χαρά να παρακολουθήσω τον πιανίστα και οργανίστα της τζαζ Γιώργο Κοντραφούρη δύο φορές ζωντανά (και τις δύο στα Τρίκαλα) με τα organ trio του. Δοθείσης της ευκαιρίας θα το ξανακάνω διότι ο Γιώργος Κοντραφούρης είναι ανάμεσα στις κορυφές εδώ και αρκετά χρόνια στην ελληνική τζαζ σκηνή. Με ακόμα μεγαλύτερη χαρά λοιπόν ακούω το τελευταίο του άλμπουμ που αυτή τη φορά είναι piano trio, σε μία ακόμη εξαιρετική κυκλοφορία από την Puzzlemusik.
Κατά βάση πιανίστας υπήρξε ο Κοντραφούρης μέχρι που ανακάλυψε το hammond και το ερωτεύτηκε, κάτι που φαίνεται στο απίστευτα δυναμικό παίξιμό του αλλά και στο «χάσιμο» υπέρμετρης χαράς όταν τον βλέπεις στη σκηνή. Με το hammond γίνεται οργιαστικά παιγνιώδης και συνεπαίρνει. Δεν ξεχνά όμως το πιάνο και κατά καιρούς τον συναντάμε σε σχήματα όπως αυτό, όπου οι ταχύτητες πέφτουν και ακούμε έναν Κοντραφούρη πιο (ας πούμε) παραδοσιακό τζαζίστα που τον ενδιαφέρει λιγότερο η ένταση και η εξωστρέφεια (που είναι βασικά χαρακτηριστικά στα ρυθμικά φανκοειδή και σε τροχιά organ trio του) και επικεντρώνεται στο να ζυγίσει τα πράγματα πιο ψύχραιμα και να κατασκευάσει ένα ηχητικό προϊόν το οποίο χωρίς να του λείπει η εκφραστικότητα και το συναίσθημα θα είναι και μια άσκηση στιβαρότητας για τον ίδιο και θα δίνει μια αίσθηση γνώριμης αρμονίας στον ακροατή.
Μπορούμε να μιλάμε για ένα δίσκο κλασικής τζαζ (ότι κι αν σημαίνει αυτό), μιας τζαζ με αναφορές στην προ-free εποχή της μουσικής αυτής. Τον Γιώργο Κοντραφούρη συνοδεύουν ο Κίμων Καρούτζος στο μπάσο και ο Jason Wastor στα drums και είναι και οι τρεις συντονισμένοι στον στόχο, στο να συμπυκνώσουν δηλαδή τις εμπειρίες τους (παιχτικές και ιδεολογικές) σε ένα αποτέλεσμα βαθιά μελετημένο, προερχόμενο από τον δημιουργικό πυρήνα ενός υπεραιωνόβιου πια μουσικού ιδιώματος.
Καλό είναι να υποσημειωθεί ότι κλασικό δεν σημαίνει αυτομάτως και ακαδημαϊκό, ο ήχος δεν βγαίνει ξερός και συντηρητικός, τουναντίον γινόμαστε δέκτες μιας πραγματικά δημιουργικής προσπάθειας όπου η αίσθηση του γνώριμου που λέγαμε παραπάνω συμπράττει σε αυτήν. Δεν απομυζείται η ενέργεια, αποκτά λεπτή εκφραστικότητα και θέρμη.
Ιδιαίτερη αναφορά οπωσδήποτε πρέπει να γίνει στο δεύτερο κομμάτι που είναι μια διασκευή ενός παλιού τραγουδιού της Σαβίνας Γιαννάτου που λέγεται «Αιώρα». Εδώ διακριτικά αλλά φανερά κάνει την εμφάνισή του ένα στοιχείο ελληνικότητας που αναδύεται από την εκπληκτική μελωδική γραμμή της σύνθεσης σε μια σαφώς τζαζοποιημένη βερσιόν η οποία δεν κλωτσάει αισθητικά ανάμεσα στα υπόλοιπα, έτσι κι αλλιώς η μελωδία είναι το δυνατό χαρτί του συνόλου των κομματιών.