Την τελευταία δεκαετία, συναντούμε μια ολοένα κι αυξανόμενη ευκολία στο να καλύπτεται η άσβεστη δίψα όλων για φρέσκα πρόσωπα στην εναλλακτική μουσική. Ένα ακόμη σημείο των δαιδαλωδών καιρών μας, αυτοσυντηρούμενο λόγω internet και ταχύτητας πια, αλλά κι αυτό ακριβώς που παραχωρεί πολύ νωρίς σε 24άρηδες σαν τον λονδρέζο James Greenwood τη μεγάλη ευκαιρία για αναγνώριση - άλλοτε δικαίως κι άλλοτε αδίκως.
Ο Ghost Culture λοιπόν, έστω και με έναν όχι ιδιαίτερα θεαματικό τρόπο ομολογούμε, επικύρωσε με το παρόν ντεμπούτο άλμπουμ του στην Phantasy του Erol Alkan ένα στιλ στη μουσική που υπήρξε πολύ πριν απ' αυτόν. Αναπαραγόμενο, από τους MGMT στον Edward Ka-Spel και πιο πίσω στους Vince Clark και Kraftwerk. Κι όντως κάπου ανάμεσα στους προαναφερθέντες ο G.C. θεμελιώνει τη δική του συνταγή.
Σύμφωνα με ένα νέο παράδοξο δε, αρκετοί από τους νεόκοπους ηλεκτρονικάριους, όπως ο James Blake για παράδειγμα, συνηθίζουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη διαδικασία παρά στο αποτέλεσμα καθαυτό. Κάτι τέτοιο κάνει κι ο Greenwood, τουλάχιστον στα δέκα τραγούδια του που μας παραθέτει εδώ.
Στο "Ghost Culture" δίνει ένα αντιπροσωπευτικό corpus της vintage ηλεκτρονικής ποπ με αναφορές στο Korg Mono/Poly, που αν κάποιος θέλει με το ζόρι τη θεωρεί και σκοτεινή, υπό τη βάση που δημιουργεί η φωτογραφία του Todd Hart για το εξώφυλλό του δηλαδή.
Ακόμη κι η ερμηνεία του ίδιου του James Greenwood κινείται στην ασταθή ισορροπία μεταξύ αυτής του new wave του πρώτου μισού της δεκαετίας του '80 και μιας εφαπτόμενής της τύπου απαγγελίας. Πολλές φορές περιορίζεται σ' ένα κάπως αβαθές σκηνικό από ρουτινιάρικους συλλαβισμούς, το οποίο δείχνει σχεδόν στάσιμο καθώς προχωρεί η ακρόαση. Ενώ στις καλύτερες επιδόσεις της θυμίζει ένα φανταστικό κόμβο μεταξύ Gruff Rhys, John Foxx και Nicolas Jaar και στις χειρότερες κάποιον εξασκημένο αυτού μιμητή.
Βάζοντας τον δίσκο να παίξει, το πρώτο χτύπημα της αξίνας πέφτει στο "Mouth" και τις φιοριτούρες του, ένα σπουδαίο τρακ που 'χε κυκλοφορήσει ως single το φθινόπωρο του '13. Είναι λες κι έχεις ακούσει την κεντρική ιδέα του δίσκου σε μόλις έξι λεπτά του. Μιλάμε σε επίπεδο ορισμού κι ενδιαφέροντος. Ομοίως θα 'χε συμβεί αν στη θέση του ήταν το "Lucky".
Ο Ghost Culture μοιάζει συχνά να ξεχνάει σε ποια εποχή ζει, μοιάζει να θέλει μέσα απ' τις συνθέσεις του τη μεγάλη αλλαγή στη βίωση του ιστορικού χρόνου που όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν γίνεται να το καταφέρει ποτέ του όπως και κάθε άλλος άνθρωπος.
Ανεξάρτητα από το αν υποφέρει από μια μάλλον ατυχή σε στιγμές μονοτονία ιδεών, ο παρών είναι εύστοχος ως δίσκος συμπερασματικά. Απ' αυτούς που αντιμετωπίζουν τη δραματική διάσταση διαφορετικά, που δεν στερούνται πρότασης, συνειδητοποιημένης κι επί τούτου στοχευμένης, πρωτίστως κατά τις επιθυμίες του δημιουργού του.
Τα ίδια ισχύουν και για το "Live At Trinity Buoy Wharf" που συνοδεύει το κυρίως άλμπουμ μέσω της Rough Trade. Αλλά με τόσο πιστές στις στουντιακές εκτελέσεις των τραγουδιών δεν μπόρεσε, αν υποθέσουμε ότι ήθελε, να προσθέσει στη συνολική αξία ούτε γραμμάριο. Την τελευταία λέξη την αφήνουμε, επομένως, στον βαθμό, και προς ώρας γυρίζουμε ήρεμοι πλευρό.