Το ποτάμι
Χρίστος Λάσκαρης [1931-2008]. Ένας μετακαβαφικός ποιητής του επέκεινα που μας θωρεί από τη ματαιότητα του τώρα και του σήμερα. Τα αλεξανδρινά του επιγράμματα, εκ Χαβαρίου [όπου γεννήθηκε] και εκ Πατρών [όπου έζησε] μυρίζουν θάνατο αλλά, ταυτόχρονα, κουβαλάνε μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, που "σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι". Η σχέση του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τις εκδόσεις Διαγώνιο, γέννησε δυο πολύ σημαντικές ποιητικές συλλογές του [Να Τελειώνουμε (1986) και Σύντομο Βιογραφικό (1991)]. Αντιγράφω από τη δεύτερη το ομότιτλο ποίημα εν είδει επιτύμβιας στήλης:
Χρησιμοποίησα τις λέξεις, / κατά προτίμηση τις πιο σκοτεινές.
Μ' αυτές εργάστηκα, / μ' αυτές, και με ένα φόβο.
Στη λέξη θάνατος, / κατέφυγα πολλές φορές. / μου φαίνονταν / η μόνη αληθινή.
Γιάννης Μουρτζόπουλος [Δράμα 1954]. Μουσικός, ερευνητής και καθηγητής ηλεκτρακουστικής στο Πολυτεχνείο της Πάτρας. Συνεργάστηκε με τον Φλώρο Φλωρίδη [DramaMusic, The Manager in Charge], με τον Μιχάλη Σιγανίδη [Μικρές Αγγελίες], με τον μαθητή του Σπύρο Πολυχρονόπουλο aka spyweirdos [Epistrophy At Utopia, & ο Φλωρίδης μαζί τους]. Συνεργάστηκε με τον αδερφό του και σκηνοθέτη Δημήτρη [Goin' down, Dramamusic, Μικροδράμα], με τον εικαστικό Χρήστο Μαρκίδη [DramaMusic, το ποτάμι]. Επικεφαλής της Ομάδας Τεχνολογίας Ήχου [AudioGroup] του Πανεπιστημίου Πατρών.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Αβανγκάρντ και μετα-ποίηση και ζωγραφική [το "πάντα ρει και ουδέν μένει" εξώφυλλο του Μαρκίδη] να συμπνέουν και να συμπλέουν. Η ξεψυχισμένη φωνή του ποιητή από το υπερπέραν να διασχίζει αργά και τελετουργικά το σώμα των κομματιών κι ενίοτε να νιώθεις πως μιλά απ' το κρεβάτι του πόνου [μέρες του '50] για να μην πω του ρόγχου [το ποτάμι].
"Τους αγαπάω τους τρελούς / μιλούν με το φεγγάρι" μας λέει στο εισαγωγικό "van gogh", συνοδεία εξπρεσιονιστικού πιάνου, "... κόβουν τις φλέβες ή το αυτί τους / τρυφερά. / Και το προσφέρουν". Στους "άνθρωποι που ταξιδεύουν μόνοι" ο Μουρτζόπουλος παραφράζει Art Blakey. Στο τρίτο ενύπνιο "μόνο στα όνειρα" η μακρινή φωνή του Λάσκαρη, περασμένη από χοάνη ή μη, σχολιάζεται από τις μελωδίες του νεοτεριστή Charles Edward Ives.
Το ίδιο μινιμαλιστικό μοτίβο, πιάνο με ηλεκτρακουστικές παρεμβολές, στα δυο επόμενα. Παύσεις μεγάλες ανάμεσα, που μοιάζουν βασανιστικές αλλά δεν είναι. Μάλλον αφήνουν χώρο στα βαριά νοήματα. "Άντε, μου λέει, / να τελειώνουμε" κι εγώ θυμάμαι τον Victor Sjoestroem και το σημαδιακό του όνειρο στις "Άγριες φράουλες" του Μπέργκμαν.
Στο "λαϊκό ζευγάρι" ο Τσαρούχης, ο Ιωάννου κι ο Χατζιδάκις μου φέρνουν δανεικές εικόνες αλλά το μουσικό βάρος σηκώνει πάλι ο Art Blakey. Αειθαλής κι αθάνατος. Στις ήσυχες "μέρες του '50" η φωνή του Γιάννη Μουρτζόπουλου μοιάζει να δειλιάζει, να λυγίζει έξυπνα για να μη σπάσει. "Που η σημερινή υπερπληθώρα;" κι ο αλεξανδρινός ποιητής συναντά τον Μανώλη Χιώτη. Περασμένες και χαμένες αγάπες αντηχούν σχεδόν απειλητικά.
Ο ρηξικέλευθος Miro της Μαγιόρκα ζωντανεύει εμπρός μου "για να φτάσω ως εσένα" με τη φωνή του μικρού Νίκου Μουρτζόπουλου. Η αντίστιξη είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό εδώ. Και νάσου που βρίσκομαι μπροστά στις πύλες του Άδη στον Αχέροντα. Τον παίρνει "το ποτάμι" κι ποιητής αφήνεται κι αισθάνεται τη λύτρωση του τέλους. "Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει, / ... όλο πάει" πολύβουο στην αντίπερα όχθη.