Δεν μπορούν, ούτε οι ασύνδετες εποχές, ούτε τα σκορπισμένα στα τέσσερα σημεία της υφηλίου μέρη, να εμποδίσουν κάποιους ανθρώπους, έστω και ξένους μεταξύ τους, απ' το να καλλιεργούν το ίδιο όραμα (είτε για όνειρο πρόκειται, είτε για εφιάλτη). Απλούστατα η ιστορία αναλαμβάνει να το διατηρήσει και να το ανασύρει, όταν κάποιος νέος έρχεται να προστεθεί, ορίζοντάς το ως το καθ' ύλην παιχνίδι αισθημάτων. Για μουσική μιλάμε εδώ, εξάλλου. Και τέτοια παιχνίδια γι' αυτήν είναι μονίμως στην ημερήσια διάταξη.
Δυο απ' τους αυστραλούς πρωταγωνιστές της περίφημης σκηνής της Μελβούρνης των τελών της δεκαετίας του '70, οι Boys Next Door του Nick Cave και οι Plays With Marionettes του Hugo Race, οι σύγχρονοί τους βρετανοί Killing Joke, δια προσώπου Jaz Coleman και διαδοχικά οι πρώτες ακρότητες των διαταραγμένων Phantom Tollbooth του Dave Rick (μετεμψυχώσεις περισσότερο εκλεπτυσμένων συνεχιστών δεν βρέθηκαν), είχαν κοινό όραμα τον εμπρησμό. Και σ' αυτό είναι που τώρα εισέρχονται οι Giddy Motors (στους πιο ιδιοφυείς και ιδιοσυγκρασιακούς τελικά της σύγχρονης βρετανικής σκηνής - μαζί με τους Simian, Sputniks Down, Fort Lauderdale και λίγους ακόμη), κουβαλώντας στον ήχο τους, αυτούσιους, όλους τους παραπάνω. Είναι συνολικά φοβερό όταν οι νεώτεροι αποθρασύνονται, τελικά.
Ποιος θα' ναι αυτός άλλωστε που θα διαψεύσει ότι ο Gaverick de Vis σχηματίζοντας αυτό το σχήμα (στο Νότιο Λονδίνο κάπου το '99, τόπος και χρόνος), με την ιδρυτική συνδρομή του γάλλου κρουστού Manu Ros (ο ίδιος των Cranes και Bodychoke;) και την καθοδόν προσθήκη του Gordon Ashdown στο μπάσο, είχε κάτι άλλο, λιγότερο, κατά νου; Γενόμενοι μάρτυρες στη μονομανή, εγωπαθή, ασυναίσθητα εκρηκτική, φωνητική του έπαρση, κανείς δεν θα αμφιβάλλει. Τόσο ελάχιστα αυτή απέχει απ' τις παρενέργειες ενός άρρωστου σε κλινική ψυχικών νοσημάτων ή απ' την σαρκαστική αυτοαναίρεση ενός κωμικού ηθοποιού σε δραματικό έργο. Ένα πραγματικό ρεσιτάλ αντιαισθητικότητας και ορμητικού, φλογερού, θεατρικού μονόλογου - με ταίρι, μερικά απ' τα καλύτερα τύμπανα που ακούσαμε πρόσφατα, έναν νευρώδη ρυθμό με βάση τις κοφτές post/punk κιθάρες και φυσικά την ξερή, αλλά υποδειγματική (ό,τι ακριβώς έπρεπε, δηλαδή) παραγωγή του Steve Albini, που για ακόμη μια φορά βγαίνει απ' τα Electrical Studios του Chicago με κάτι που μόνον ευκαταφρόνητο δεν είναι.
Ακούστε αυτό το cd, μη ξεχνώντας όμως ότι η εκτροχιασμένη pop δεν έχει κανόνες. Μόνον την εξυπνάδα της καρδιάς και τη δυστυχία της λογικής, όπως λέει και μια λατρεμένη ψυχή. Και την ευχαριστώ γι' αυτό!