Μια εποχή στην Κόλαση
Ανεκτίμητο δώρο στους απλούς και μη λόγιους ροκάδες. Του Άρη Καραμπεάζη
Λίγα λόγια για εμάς τους απλούς και μη λόγιους 'ροκάδες' και κατόπιν θα το πούμε και το ποίημα.
Είκοσι χρόνια ακριβώς πριν από την κυκλοφορία αυτού του δίσκου, και εν μέσω γηπεδικού πυρετού όλων μας (μικρών τότε ημών, αλλά και οι μεγαλύτεροι με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσαν από ότι θυμάμαι) κυκλοφορεί το EP 'Υπέροχο Τίποτα' και αργότερα συμπληρώνεται στην έκδοση σε CD με το EP 'Η εποχή των δολοφόνων' (που αν θυμάμαι καλά συνόδευε και το live 'Κράτα το σώου μαϊμού' ένα χρόνο μετά).
Όλα αυτά ναι μεν στην ετικέτα έγραφαν 'Αγγελάκας- Καρράς- Τρύπες', αλλά στην ούγια έγραφαν 'Γιώργος Χριστιανάκης', ο οποίος ως παραγωγός και μουσικός έδειξε το μέλλον ολόκληρης της παρέας, το οποίο βέβαια σε πραγματικό χρόνο προτιμήσαμε να το παραβλέψουμε και να το αφήσουμε για όταν θα έρχονταν η ώρα του. Η ώρα ήρθε με διαφορετικό τρόπο για τον καθένα από τους συμμετέχοντες και νομίζω ότι περιττεύει να πω, πως αν με ρωτήσετε θα προτιμήσω τον τρόπο που επέλεξε ο Γιώργος Χριστιανάκης. Ανάμεσα σε εκείνα τα τραγούδια λοιπόν, δεν είχε σίγουρα ξεχωρίσει το ένα λεπτό και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα, κατά τα οποία πάνω σε έναν φρενήρη, αλλά πάντως οικείο και μάλλον ευάκουστα κακόηχο ροκ ρυθμό, ο Αγγελάκας εκστόμισε τις πρώτες ανήσυχες και αβανταδόρικες κουβέντες από το εμβληματικό ποίημα του Ρεμπώ, καταλήγοντας χωρίς τη συνοδεία μουσικής να μας δηλώνει ότι η άνοιξη του πρόσφερε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Τα επόμενα είκοσι χρόνια τα περάσαμε οι περισσότεροι από εμάς, περισσότερο ακούγοντας Τρύπες, παρά διαβάζοντας Ρεμπώ. Από ένα σημείο και μετά, κάποιοι από εμάς, περισσότερο ακούγοντας Χριστιανάκη, παρά ακούγοντας Τρύπες. Ο συνδυασμός όλων αυτών και το γεγονός ότι η παρέα εν πολλοίς παραμένει ενωμένη, θα έπρεπε να έχει ως φυσική κατάληξη το να ολοκληρώσει επιτέλους ο Χριστιανάκης το 'απωθημένο' του ως προς το κείμενο του Ρεμπώ, ετοιμάζοντας κάτι το οποίο θα απευθύνονταν, ακόμη και άδολα και ασυνείδητα, στο κοινό εκείνο, που στη βάση των παραπάνω συνδυασμών, πέρασε την τελευταία δεκαετία, περισσότερο ακούγοντας Αγγελάκα και απαιτώντας τα περί παραδείσου στις συναυλίες του τελευταίου, παρά διαβάζοντας Ρεμπώ, ή πολύ περισσότερο ακούγοντας Χριστιανάκη. Ήδη όμως στο μέσο αυτής της εικοσαετίας, τόσο ο ίδιος ο Χριστιανάκης, όσο και εμείς ως αξιόπιστοι μάρτυρες επί των ισχυρισμών του, ξεκαθαρίσαμε ότι πρόκειται για ιδιότυπη περίπτωση μουσικού-συνθέτη-ενορχηστρωτή, που το τελευταίο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι το πως θα κάνει 'καριέρα', με όλη την αρνητική φόρτιση που δικαιολογημένα κουβαλάει η έννοια πάνω της. Ακόμη και η κυκλοφορία στην All Together Now θα συνηγορούσε υπέρ αυτού του σεναρίου.
Δεν είχα διαβάσει ποτέ μέχρι σήμερα το κείμενο του Ρεμπώ, στο σύνολο του τουλάχιστον, μιας και πρόκειται από τα κείμενα εκείνα, που δικαίως, είναι δύσκολο να μην τα έχεις συναντήσει ποτέ σαν σκόρπιες φράσεις έστω (μου αρέσει και η διήγηση του Paul Morley για το φάντασμα του Ρεμπώ, ενώ δεν αντέχω τους στίχους του Γκάτσου. Αυτά). Με το που αγόρασα τον δίσκο, σχεδόν στο καπάκι αγόρασα και το βιβλίο των εκδόσεων Γαβριηλίδη, καθώς διάβασα και τα περί του ότι η τελική μετάφραση του Λιοντάκη είναι που 'επέτρεψε' στον Χριστιανάκη να βρει την μουσική που αναζητούσε για τριάντα χρόνια, πάνω στα νοήματα, που μέχρι πρόσφατα, αρνούνταν να του αποκαλυφθούν πλήρως, γιατί είχαν αποδοθεί με λάθος λέξεις (πράγμα που όντως ισχύει... μια απλή σύγκριση από τον πλέον ανίδεο -σαν και μένα δηλαδή- καταδεικνύει ότι ο Λιοντάκης παρέδωσε ένα κείμενο που αναπνέει στην ελληνική γλώσσα, ενώ ότι προηγούμενο βρίσκει κανείς ακούγεται ανούσια βαρυσήμαντο και παραφορτωμένο).
Άκουσα μια φορά το CD με την σκέτη μουσική, ο Κώστας 'Indictos' Κούτσαρης μου είπε ότι και σε αυτόν άρεσε πολύ το όλο πράγμα, αλλά φυσικά δεν μπορεί να κάτσει να ακούσει και την αφήγηση, και την επόμενη μέρα έβαλα να ακούσω και την αφήγηση, περισσότερο από πείσμα μπορώ να ομολογήσω, καθώς εξαρχής όταν έμαθα για την κυκλοφορία δεν είχα σκοπό να το κάνω (κλασσικός ανόητος). Συνειδητά ή όχι, άθελα ή ηθελημένα, το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο Χριστιανάκης, βρήκε έναν πρώτης τάξεως τρόπο για να οδηγήσει άξεστους οπαδούς του ροκ στον κόσμο της ποίησης, η οποία ούτως ή άλλως περιτριγυρίζει την μουσική τους, εισβάλει σε αυτή με σκόρπιες φράσεις, επιρροές και αναφορές, αλλά σπάνια εδραιώνει την παρουσία της με ουσιαστικό τρόπο, καθότι μπορεί και να μην χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Και θα επιμείνω στον παράγοντα ροκ, παρότι αρκετοί θα ισχυριστούν, ίσως και ο ίδιος ο δημιουργός ο ίδιος, δεν ξέρω, ότι στο παρόν έργο το ροκ δεν έχει εμπλοκή, σημασία και άρα λόγους να το κατηγορήσουμε ή να θριαμβολογήσουμε επ' αυτού. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι ακριβώς έτσι. Ακούγοντας αντίστοιχη προσπάθεια του Θάνου Μικρούτσικου σε αφήγηση του Γιώργου Κιμούλη, την οποία ομοίως παλεύει για χρόνια, καταλαβαίνεις ότι το ροκ είτε ως θέση, είτε ως σημείο έστω και μακρινής αναφοράς, είτε απλά ως αύρα γύρω από τον Χριστιανάκη, την κάνει τη δουλειά του εδώ μέσα, γειώνει καλά το όλο έργο και του επιτρέπει να σταθεί γερά στα πόδια του και να μην αιθεροβατεί σε εντεχνοκουλτουριάρικους μεγαλοϊδεατισμούς περί ανώτερης ποίησης και δήθεν ανώτερων συμμετεχόντων αυτής.
Ο ίδιος ο Χριστιανάκης κάνει την διαφορά όχι μόνον ως συνθέτης- εκτελεστής, και οργανωτής επιλεγμένων συν-εκτελεστών μουσικών, αλλά ιδιαίτερα και ως αφηγητής στο δεύτερο (και αμιγώς πιο ουσιαστικό) CD της κυκλοφορίας. Όπως και ο ίδιος είπε στην πρόσφατη συνέντευξη του εδώ στο Mic (βγάζοντας με από τον κόπο να κάνω αόριστες υποθέσεις) αφηγείται το κείμενο του Ρεμπώ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το διάβασε σαν αναγνώστης κατ' αρχήν. Για αυτό και η αφήγηση του είναι γλυκιά και ταυτόχρονα αυστηρά ισοβαρής, απαλλαγμένη από το στόμφο και τα όσα άλλα ελαττώματα της θεατρικής απαγγελίας και μαζί με την εξαιρετική μουσική, συμβάλει με ουσιαστικό τρόπο στην ειλικρινή κατανόηση του κειμένου τόσο για την υποψιασμένο, όσο και για τον ανυποψίαστο ακροατή. Ο Χριστιανάκης διαβάζει το κείμενο όπως θα το διάβαζε ένας νηφάλιος Will Oldham ή αν προτιμάτε ένας λιγότερο εγωκεντρικός Bill Callahan, όπως δηλαδή έχουμε συνηθίσει να μας μιλάνε (περισσότερο, παρά να μας τραγουδάνε) οι δικοί μας λαϊκοί ποιητές, καταραμένοι και αυτοί κατά τον θρύλο. Αν άκουσα καλά από ολόκληρη την μετάφραση του Λιοντάκη αφαιρούνται 2-3 μόνο λέξεις, ενώ επιλέγεται να μην ειπωθούν και τα 'Αχ' (σωστά κατά τη γνώμη μου, καθώς δεν έχουν σαφή θέση στον προφορικό μας λόγο).
Ένας άνθρωπος, που μια-δυο φορές να τον δεις και να του μιλήσεις, καταλαβαίνεις ότι αφενός δεν έχει κάποια αχρείαστη προσωπική έπαρση, αφετέρου όμως δεν έχει και τη διάθεση να κατέβει παρακάτω από το επίπεδο που με κόπο έχει κατακτήσει, παίρνει το κείμενο του Ρεμπώ και πραγματικά το κάνει δικό του, δίνοντας περαιτέρω την αίσθηση ότι του 'χαρίζει' τη μοναδική μουσική που του πρέπει. Είτε σε προσεγμένες επαφές αβανγκαρντισμού, είτε σε μη δεδομένες συζεύξεις ηλεκτρονικού και αναλογικού, είτε αφαιρώντας μέχρι τελικής πτώσεως ώστε να αναδειχθούν οι λέξεις, ο Χριστιανάκης όντως σέβεται, αλλά δεν φοβάται τελικά το κείμενο. Η μουσική του δεν περιορίζεται σε ρόλο άχαρου background, ούτε όμως διεκδικεί περιττή δόξα σε σχέση με τα νοήματα που πρέπει να ειπωθούν στο προσκήνιο. Η παρουσία του Αγγελάκα στα έμμετρα ποιήματα του κειμένου είναι καταλυτική και άκρως απολαυστική για όσους είμαστε εθισμένοι στην εκφορά του λόγου του, που εδώ και χρόνια συνδυάζει την ευαισθησία της πιο αρμονικής τέχνης με αυτήν των γραφικότερων θαμώνων της Θύρας 4.
Εκτιμώ απεριόριστα ως δημιουργό τον Γιώργο Χριστιανάκη και περιμένω με αγωνία να περάσουν και τα επόμενα τριάντα χρόνια, να ανοίξουν τα απόρρητα αρχεία των 'Τρύπες' και να αποκαλυφθεί ο πραγματικός του ρόλος στη διαμόρφωση του ήχου και της αισθητικής του συγκροτήματος. Μέχρι τότε αρκούν μόλις δυο-τρεις ακόμη κυκλοφορίες σαν και αυτή, με Ρεμπώ ή χωρίς, με λόγια ή χωρίς λόγια, σε σύμπραξη ή όχι, για να μην υπάρχει καμία αγωνία για τυχόν άνοιγμα απόρρητων αρχείων, καθώς το έργο του Χριστιανάκη θα έχει ξεπεράσει στις συνειδήσεις μας ακόμη και αυτό της παραπάνω φημισμένης παρέας.
Τέλος, προφανώς η απαίτηση είναι υπερβολική, το κόστος μεγάλο και οι δυσκολίες συνεννόησης αξεπέραστες, αλλά οφείλω να πω ότι παρά το εξαιρετικό της κυκλοφορίας της All Together Now, μία μελλοντική έκδοση βινυλίου, που θα συνοδεύεται μάλιστα και από το κείμενο της μετάφρασης του Λιοντάκη σε σύμπραξη με τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, θα ολοκληρώσει στην εξιδανικευμένη του μορφή, το ούτως ή άλλως σημαντικό επίτευγμα.