Αόριστος
Η πρώτη προσπάθεια ενός καλλιτέχνη είναι φυσικό να στηρίζεται πολύ στον Αόριστο, ήτοι στο παρελθόν. Έχει όμως δρόμο ακόμη για να φτάσει στον... Ενεστώτα. Του Χάρη Συμβουλίδη
Ο Αόριστος είναι δίσκος νέων δυνάμεων, ο οποίος έρχεται να συστήσει τόσο τους συντελεστές του, όσο και τις φιλοδοξίες τους. Σε πρώτο πλάνο έχουμε τον Γιώργο Κωνσταντινίδη και τον Απόστολο Στάικο, αν και ο μεν Κωνσταντινίδης δηλώνει «ζωγράφος που γράφει τραγούδια» –πραγματοποιώντας μάλιστα το ντεμπούτο του ως συνθέτης, μετά από 50 χρόνια ως μουσικός– ο δε Στάικος «δημοσιογράφος που έχει γράψει και κάποια τραγούδια»· σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε τον βασικό ερμηνευτή Θοδωρή Νικολάου, αλλά και την Παυλίνα Κατσή, η οποία λέει 2 από τα συνολικά 11 κομμάτια.
Είναι πάντα χρήσιμο να θυμόμαστε ότι το σήμερα της εγχώριας δισκογραφίας δεν έχει γίνει δύσκολο μονάχα για την alternative έκφραση που κοιτά προς Δυσμάς (αγγλόφωνη ή ελληνόφωνη, δεν έχει σημασία)· αλλά και για τη νεότερη φουρνιά όσων δημιουργών στοχεύουν σε ό,τι λέμε «έντεχνο». Όχι ασφαλώς για να γινόμαστε άκριτα επαινετικοί –όπως συμβαίνει σε βαθμό που πια δεν αντέχεται– μα για να σεβόμαστε αυτόν τον κόπο, τον χρόνο και (πιθανότατα) το χρήμα που έχει ιδίοις ...τσέποις επενδυθεί, «ανταμείβοντας» τους καλλιτέχνες με μια γνώμη ειλικρινή. Η οποία θα αναδείξει βέβαια τα καλώς ποιημένα, ίσως όμως τους προειδοποιήσει έγκαιρα και για μερικά πράγματα, προτού φτάσουν με τα «μπράβο, εύγε» στον 3ο ή στον 4ο δίσκο και στο όριο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων τους, χωρίς στο μεταξύ να έχει συμβεί τίποτα στα επί της ουσίας.
Στην εδώ περίπτωση, ας πούμε, αν συνεχίσουμε να πιστεύουμε το τραγούδι ως σημείο συνάντησης της μουσικής και της στιχουργικής με «καταλύτη» επικοινωνίας την ανθρώπινη φωνή, έχουμε έναν δίσκο που σε λίγες μονάχα περιπτώσεις πετυχαίνει το επιθυμητό μπίνγκο. Στις γενικές τους γραμμές, δηλαδή, τα συγκεκριμένα κομμάτια περισσότερο καταγράφουν προθέσεις, παρά ξεχωρίζουν για τα κατορθώματά τους.
Στη μία πλευρά, ορθώνεται η στιχουργική του Απόστολου Στάικου. Ένας λόγος που αποστρέφεται τις περικοκλάδες, που ενδιαφέρεται να γίνει κατανοητός ακόμα κι αν δεν είναι σε κάθε περίπτωση άμεσος και που ξεφεύγει αισθητά από τα κλισέ· θίγοντας δηλαδή όχι μόνο τις πληγές του έρωτα, αλλά και τον αντίκτυπο του μεταναστευτικού, της ανεργίας και των πιο «ρευστών» σεξουαλικών επιλογών, σε μια καθημερινότητα που παραμένει αναγνωρίσιμα ελληνική. Ίσως ο ζορισμένος διχασμός της αμφισεξουαλικής αγάπης ("Αμφίβιος") να απαιτούσε πιο καίριες λέξεις από τον γκρεμό, το σκοτάδι και το μέλι, ίσως το "Ιθάκη Στο Αιγαίο" να χρειαζόταν λιγότερη γεωγραφία και περισσότερες ιδέες σαν το «κι οι δυο κρατάμε αγκαλιά ένα μωρό». Είναι πάντως μικρές λεπτομέρειες αυτές μπροστά στη συνολική προσπάθεια, η οποία αναδεικνύει τον Στάικο ως αληθώς υποσχόμενη περίπτωση.
Αλλά ό,τι χτίζει ο στίχος, θαμπώνει στο μουσικό κομμάτι της εξίσωσης. Τόσο ο Γιώργος Κωνσταντινίδης, όσο και οι Γιώργος Ανδρέου & Θύμιος Παπαδόπουλος –που ανακατεύτηκαν σε ενορχηστρώσεις και παραγωγή– εξαντλούν την έγνοιά τους στο καλοπαιγμένο και στο επαγγελματικώς φροντισμένο. Στον δίσκο υπάρχουν πολλά όργανα και ψηλαφούμε έναν συνθέτη που δείχνει να διαθέτει ακούσματα (τόσο ελληνικά, όσο και από το Δυτικό ηλεκτρικό παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης της τζαζ). Αρκετά συχνά, όμως, βγαίνει κάτι «παλιό», με την όχι καλή έννοια: κάτι επιμελώς ορθογραφημένο, μα χωρίς καμία σπουδαία μελωδία. Μένεις μάλιστα και με την αίσθηση ενός κομφορμισμού, μιας ανάγκης δηλαδή για εναρμόνιση με την αξιοπρεπή χλιαρότητα των έντεχνων ραδιοφώνων. Και νομίζω ότι ένας δίσκος με το παρόν περιεχόμενο έπρεπε να διεκδικήσει τη φυτιλιά μιας κάποιας ηχητικής ανατροπής, αντί να προσπαθεί να φανεί ένα με το νυν «πλήθος».
Σε τέτοιες αποστάσεις μεταξύ μουσικής και στίχου επαφίεται συνήθως στον ερμηνευτή να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Όμως ο Θοδωρής Νικολάου καταλήγει μέρος του προβλήματος, ερχόμενος σε αντίστιξη με τα λόγια του δελτίου Τύπου, όπου προσμετράται στις «ελπίδες του ελληνικού τραγουδιού». Προσωπικά, άκουσα μια ανδρική φωνή χωρίς ιδιαίτερη ευελιξία, που διαθέτει πράγματι ορισμένα χρώματα, μα ποντάρει πολλά σε μια φασόν μετα-χατζιδακική μελαγχολία με την οποία «ποτίζει» τις καταλήξεις, γενόμενος επίπεδος, μα και γλυκερός. Τα καταφέρνει μόνο στο "Κάμα Σούτρα", όπου επικοινωνεί με το χιούμορ του στίχου, καθώς και στο "Δώδεκα Μήνες": το σαφώς καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, στο οποίο αποτυπώνονται γλαφυρά, μετρημένα και ρεαλιστικά τα συναισθήματα ενός άνεργου. Ούτε πάντως η συμμετέχουσα Παυλίνα Κατσή έδωσε λύσεις, αφού κατέχει μεν μια καλή φωνή, μα ακόμα δεν έχει βρει τι να την κάνει, μοιάζοντας π.χ. ως απλός απόηχος της κραουνακικής περιόδου της Τάνιας Τσανακλίδου στο "Μπορντό".
Δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι για τους συντελεστές αυτού του δίσκου, πόσο ας πούμε είναι σε θέση να δουλέψουν τη σχέση που καταγράφεται εδώ, ώστε να φτάσουν σε μια πρόταση με βαρύτητα για το ελληνικό τραγούδι. Ως έχουν τα πράγματα, ο Αόριστος στέκει ως κουβάρι υποσχέσεων και απογοητεύσεων, που μπορεί πάντως να γίνει σημείο εκκίνησης για περαιτέρω ζυμώσεις.