Chronostasis
Πώς δημιουργείται ένα ηλεκτροακουστικό ποίημα μέσω πειραματικών μεθόδων παραγωγής μουσικών φθόγγων; Πρόκειται για ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί σχετικά εύκολα και ουσιαστικά από μόνο του αν απλώς αρχίσω να περιγράφω τη σπουδαία μουσική που δημιούργησε ο Γιώργος Βαρούτας στο album "Chronostasis" για την μεγάλη (από δημιουργική άποψη) εταιρία ReR. Η λέξη ηλεκτροακουστικό μπορεί και να μην προμηνύει για πολλούς κάτι ιδιαίτερα θελκτικό, να παραπέμπει π.χ. σε κάτι τετράγωνο, λογικό, επιστημονικό και τελικά ίσως άγευστο για τον πολύ κόσμο. Ας μη φοβηθεί όμως ο ακροατής, γιατί δίπλα στη λέξη "ποίημα" αυτού του είδους τα προβλήματα εξαερώνονται, αυτοαναιρούνται. Και είναι σίγουρο ότι έχουμε να κάνουμε με ποίημα το οποίο ξεκινά να αναπτύσσεται με λεπτεπίλεπτα κρουστά και ηλεκτρονικά μιας ιδιότυπης ρυθμικής αλληλουχίας, που παρά τον αφαιρετικό minimal χαρακτήρα της φτάνει στον προορισμό, στο τοπίο. Μυρουδιές φρέσκων νεαρών φυτών της νεοφερμένης άνοιξης, βρεγμένου απ’ την υγρασία πρωινού χώματος ανοίγουν την αυλαία του έργου.
Με το μπάσιμο του "Μelisma Ι" η minimal διάθεση εγκαταλείπεται, γιατί μπαίνει το αέρινο φλάουτο του Xάρη Λαμπράκη να γράψει, πάνω στο drumming του Νίκου Σιδηροκαστρίτη και τα διάφορα treatments του Βαρούτα, μια ιστορία ποτισμένη από φευγαλέο, ευαίσθητο φως. Μια ανάσα νεαρής κόρης των ανέμων.
Σε ένα χωριό της Αρκαδίας ο επίμονος ρυθμός των πιο υπέροχων ηχογόνων αντικειμένων, των κωδώνων που κρέμονται στους λαιμούς των προβάτων (τα λεγόμενα κυπριά), αναλαμβάνει να ανοίξει διόδους εύκολης προσέγγισης προς μια βουκολική Εδέμ, να βοηθήσει το πνεύμα να συνειδητοποιήσει την απλότητα της ομορφιάς. Mετά, κάπου εκεί στα πράσινα λιβάδια της ουτοπικής αυτής άνοιξης, ο άναρχος ξαποστάτης (εκ του ξαποσταίνω) λιάζει τους όρχεις του αγκαλιά με μια κιθάρα, από της οποίας το ηχείο ξεπετάγεται το "Resonator I", το οποίο είναι ένας παραμελημένος και χαμένος στο χωροχρόνο μακρινός συγγενής αρχαίων μπλουζάδων, ίσως και το φάντασμα του John Fahey!
Τα πολύ ωραία ξεκινάνε με τον "Προκρούστη", το πέμπτο δηλαδή κομμάτι του δίσκου, όπου μέσα σε έναν αναβράζοντα προβληματισμό ηλεκτρονικής διαστρωμάτωσης και διακριτικής δραματικότητας, ακούμε το sho (ιαπωνικό πνευστό) του σπουδαίου μουσικού Ko Ishikawa, τον οποίο τον γνωρίζουμε κυρίως από τις συνεργασίες του με τον Otomo Yoshihide. Δεν ξέρω που τον πέτυχε ο Βαρούτας και συνεργάστηκαν, πάντως η συνεργασία ευοδώθηκε, και η ήδη μεγάλης περιεκτικότητας σε ατόφια ωραιότητα και ελαφράδα μουσική εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη.
Η μπλουζ ραστώνη συνεχίζεται με το "Resonator II".Τα πάρα πολύ ωραία όμως έρχονται με το "Evolver" το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι κομμάτι των Vault of Blossomed Ropes (μέλος των οποίων είναι φυσικά και ο Βαρούτας), μιας και συμμετέχουν σχεδόν όλοι τους. Σε ρόλο πρωταγωνιστικό είναι πάλι το φλάουτο του Ρωμαλιάδη, μαζί με την υπέροχη φωνή της Άννας Λινάρδου και τα διαολεμένα ηλεκτρονικά του Nίκου Φωκά, να μετατρέπουν τη σύνθεση σε ένα υπερντελικάτο αφαιρετικό φολκ ποίημα, κάτι σαν ηχητικό χαϊκού όπου η παραδοσιακή μελωδία ενός άγνωστου πλανήτη ευδοκιμεί ανάμεσα σε ηλεκτρισμένες φτέρες χρώματος ιριδίζοντος μπλε.
Το sho ξαναεμφανίζεται στο κομμάτι που έχει δώσει το όνομά του σε όλο το δίσκο. Και πολύ καλά το κάνει, γιατί στο "Chronostasis" ο Κο Ishikawa, o Νίκος Σιδηροκαστρίτης και ο Γιώργος Βαρούτας είναι υπεύθυνοι για ένα υποβλητικό kraut μίνι ταξίδι ανεπαίσθητων ηχοκυματισμών στην οροφή μιας απέραντης λευκής νεφοθάλασσας, που θα ζήλευαν ακόμα και οι Faust. Κλείσιμο με το "Melisma II", το οποίο θυμίζει αρκετά τον τελευταίο φανταστικό δίσκο των Biosphere, έτσι όπως ακούγονται οι χειρισμοί των φωνητικών, που όπως μας πληροφορεί ο συνθέτης βασίζονται σε συνθέσεις της Hildegard von Bingen, μιας ιδιαίτερης μουσουργού του Μεσαίωνα η οποία πολλούς σύγχρονους μουσικούς έχει γοητέψει και έχει κάνει να σκαλίζουν τη δουλειά της.
Ελπίζω ο Γιώργος Βαρούτας να συνεχίσει την υπομονετική και απαιτητική δουλειά του και με άλλες συνεργασίες και δίσκους. Αυτός και οι υπόλοιποι Vault of Blossomed Ropes, και μαζί και χώρια ο καθένας, φαίνεται έχουν πάρα πολλά να πουν και να αναπτύξουν. Εγώ δηλαδή περιμένω πως και πως.