Κάποιος είπε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελληνικό ροκ επειδή ο έλληνας δεν θα σαλτάρει ποτέ όπως ο αμερικάνος. Και ίσως να είναι σωστό, αν δούμε το ελληνικό ροκ σαν δυνάμει μαζικό φαινόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οι εξαιρέσεις βέβαια είναι πολλές, αλλά για κάθε αξιόλογο ροκ γκρουπ υπάρχουν δύο κρυφοσκυλάδες που λένε ότι παίζουν ροκ - και μπορεί να το κάνουν με την τεχνική έννοια - για να καλύψουν ποιος ξέρει ποια και πόσα σύνδρομα και απωθημένα τους.
Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε ισχύει στο πολλαπλάσιο για το hardcore. Γιατί το hardcore προϋποθέτει τέτοια συσσωρευμένη οργή και αγωνία, που μόνο μια κοινωνία που έχει περάσει από το στάδιο της μαζικής ψευδαίσθησης ευημερίας σ' εκείνο του κοινωνικού αποκλεισμού μπορεί να προκαλέσει. Και η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 80 σίγουρα δεν ήταν σε αυτό το σημείο. Από αυτή την άποψη, οι Γκούλαγκ ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους, όντας ένα ελληνικό γκρουπ της εποχής που έπαιζε hardcore από εσωτερική ανάγκη και όχι από στυλιστική επιλογή.
Λίγα μπορώ να προσθέσω από δω και πέρα. Τα τραγούδια τους ήταν δυνατά, και κάθε άλλο από μουσικά ανούσια ξεσπάσματα οργής ή διαμαρτυρίας. Η έκφραση και των δύο υπήρχε, αλλά φιλτραρισμένη ώστε να μην είναι σκέτη εκτόνωση. Η μπάντα ξέσχιζε στη σκηνή και στο studio, και ο Αλέκος ήταν ένας συγκλονιστικός ερμηνευτής, καταφέρνοντας πάντα να ισορροπεί στην κόψη και να μην πέφτει στο γελοίο, παγίδα την οποία πολύ δύσκολα αποφεύγει όποιος παίζει με τα όριά του. Τα κατάφερε επειδή ήταν αυθεντικός.
Αν στην προηγούμενη παράγραφο γράφω στον παρατατικό, είναι γιατί αναφέρομαι στους Γκούλαγκ εκείνης της εποχής, που έζησα από κοντά. Γιατί, για να είμαι τίμιος απέναντι στον αναγνώστη, πρέπει να ομολογήσω ότι γράφω για ένα δίσκο που έχω κολλήσει τα εξώφυλλά του με ούχου και έβαζα μέσα τα βινύλια, για να μην μιλήσω για το κουβάλημα, και για ένα γκρουπ που με κάποια από τα μέλη του έχουμε δουλέψει για το Rollin' Under, και έχουμε γίνει λιώμα μαζί. Δε βλεπόμαστε εδώ και χρόνια, αλλά τους αγαπάω ακόμα. Πάντα κάτι θα μας ωθεί σ' απολογία...