Prelude to oblivion
Μεγάλο χτύπημα με τη δεύτερη, από τους Αθηναίους νεοφόλκ με τα βιολιά και τα γυναικεία φωνητικά. Του Πάνου Πανότα
Μόλις 2 χρόνια πριν... Όντως ακούγεται κάπως μακρινό, και το πόσο διαφορετικά βιώναμε την Ελλάδα σε σχέση με σήμερα θέλει πια ενεργή τη φαντασία. Για να ξαναφέρουμε τη γεύση όμως, να τα κύρια απ' όσα εντωμεταξύ μας ανακάτεψαν: η τότε κυβέρνηση ετοιμαζόταν για πρόωρες εκλογές, η αντιπολίτευση δεσμευόταν κατηγορηματικά πως δε θα κάνει τίποτα απ' ό,τι κάνει στη θέση της προηγούμενης, δεν απεργούσαν αστικά, τρένα, ταξί κ.λπ. μέσα, τα 'βρισκες όποτε ήθελες, οι Έλληνες έπαιρναν με γκρίνια δώρα κι επιδόματα (θέμα το κατιτίς πάνω), πήγαιναν και γύριζαν από διακοπές, αλλά για τον καθένα η ζωή ήταν η ζωή του.
Έχει ένα πλεονέκτημα το σημείο, δεν μπερδεύεται με τη νοθεία: πόσο διαφορετικά βίωσαν τη μουσική (τους) οι Glimmer Void στο ίδιο διάστημα; Το ερωτηματικό δεν είναι ρητορικό, τοποθετήστε τους μέσα στο όλο σκηνικό χασίματος να ηχογραφούν το δισκογραφικό τους δευτέρωμα, διότι το να 'χεις 6 χρόνια ζωή ως σχήμα και μόλις μία κανονική κυκλοφορία, κι αυτή ep, τη σήμερον είναι λίγο (και παλιά ήταν, αλλά τώρα περισσότερο), ούτε στα 80s όταν η διατροφική αλυσίδα ξεκινούσε απ' το παξιμάδι δεν υπήρχαν τέτοια χαμηλά. Στο ενδιάμεσο, θα 'ταν απορίας άξιο να μην άλλαζε το λάιν απ του γκρουπ. Οι διαδοχικές προσθέσεις το έφτασαν στους επτά.
Απ' το "Souls Parade" του '08 στο φετινό "Prelude To Oblivion" (αμφότερα στην Dead Scarlet), οι μεταβολές είναι οι πιο θεσμικές απ' το '04 και το σχηματισμό της μπάντας, μόνον ο τόπος δεν άλλαξε, Αθήνα ήταν, κι έτσι παραμένει. Μπροστά βεβαίως, στη γενικότερη κοσμογονία του περιβάλλοντος, το γεγονός ότι οι Glimmer Void του νέου δίσκου έχουν καθολικά προωθηθεί απ' τον προκάτοχό του δε μοιάζει κάτι μικρό, μπορεί να αμβλύνθηκαν οι νεοφολκικές επιρροές, αλλά αντρειώθηκε ο ρυθμός, τα φωνητικά βγήκαν ενισχυμένα απ' τις μετακλήσεις των ανακατατάξεων, το ακορντεόν κι οι κιθάρες επίσης (άρα η "ευθύνη" του αισθητικού μέρους βάρυνε πιότερο τους Θάλεια Μακρή και Στέλιο Μαστροδιαμάντογλου), κι ο συνταιριασμός ακουστικότητας και νεύρου που ενέχει δυσκολίες στο πρακτικό και συναυλιακό μέρος έστρωσε και σ' όλα τα καινούργια κομμάτια πάει φυσέκι. Υπήρξε και το άνοιγμα του περσινού "Absinthe festival", μ' εκείνη τη διασκευή του "It's A Sin" των Pet Shop Boys στο τέλος του σετ να επιζητεί τη δισκογράφηση.
Θεωρώ ότι η Μακρή πραγματοποίησε το ερμηνευτικό άλμα που ανεξήγητα πώς δεν πράττουν αρκετές Ελληνίδες τραγουδίστριες οι οποίες σε δεδομένη στιγμή βρέθηκαν στην απαιτητικότατη μπροστινή θέση σε γοτθικές μπάντες, του μέταλ συμπεριλαμβανομένου - υιοθετώντας λόγω αυτού το λίγο κλασικό ύφος που θέλει τη φωνή να πιάνεται εξαρχής από ψηλά. Χαρισματικό χρώμα, ορθά πατήματα σε τόνους, τεχνική στην αναπνοή, εξωστρέφεια, ανεβαστική συμβολή στα τραγούδια, κάνει την όποια δική της δειλία του 1ου δίσκου σκόνη, αποκτώντας κι ένα ικανότατο ταίρι, τον Γιώργο Σκουφά. Ο Hermann Hesse έγραφε κάπου στον "Ντέμιαν" πως "Το πουλί λευτερώνεται από το αβγό παλεύοντας". Όποιος το 'χει περάσει, καταλαβαίνει και το τι ακριβώς αυτό σημαίνει. Η Μαρία Μπατιστάτου στους Ding An Sich μια εποχή, ας πούμε...
Αν το "Prelude To Oblivion" χαρακτηριστεί μόνον ως ένας dark folk δίσκος -όχι πως δεν είναι, αλλά αν του μπει περιορισμένης οπτικής ταμπέλα εννοώ-, πέρα από ατυχία, θα 'χει χάσει την καθοριστική ανοιχτομυαλιά που 'χουν μοναδικά τραγούδια όπως το "The Tale Of The Cursed And The Gifted", το opening "Before The End", το πιο γρήγορο "Goners" κ.ά. Αντιπροτείνω το δόκιμο, να ιδωθεί ως ένας απ' τους 4 σημαντικότερους δίσκους από εγχώριο σχήμα για το '10 μέχρι στιγμής, και τοιουτοτρόπως να (υπο)στηριχθεί. Και μάλιστα αυτό δε χρειάζεται καν ειδικότερη επεξήγηση, έχοντας λαμβάνειν οι πάντες ανεξαιρέτως από δω σε κάθε ακρόαση, καταλήγει να 'ναι περίπου δωρεάν.