Κάθε δίσκος των Gnac είναι γλυκόπιοτος, υπέροχα μελωδικός και, για να αρχίσω με το πρώτο κλισέ, εγκληματικά άγνωστος. Αυτό το προσωπικό σχήμα του Mark Tranmer φτιάχνει εδώ και οκτώ χρόνια και πέντε δίσκους μια μουσική που οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν απλώς ... instrumental. Για να δούμε, εμείς θα καταφέρουμε να την αιχμαλωτίσουμε στα δίχτυα των λέξεων; Τι δεδομένα έχουμε;
Ένα όνομα που εμπνεύστηκαν από μια ιστορία από το Μαρκοβάλντο του μεγάλου Ιταλού παραμυθά Ίταλο Καλβίνο. Ένας δημιουργός που αποτελεί ήδη το ένα μισό των Montgolfier Brothers, μαζί με τον Roger Quigley (κοινώς, δύο ονόματα που αποτελούν τον ορισμό της low profile dream pop). Ένας καλλιτέχνης που κυκλοφορεί τους δίσκους του σε διαφορετικές εταιρίες, με βάση τις εκλεκτικές συγγένειες που νοιώθει να τον συνδέουν: το ντεμπούτο Friend Sleeping (1999) στην Vespertine (παραμένει το αγαπημένο μου), το Sevens την ίδια χρονιά στη Rocket Girl (συλλογή με τα πρώτα του επτάιντσα και πρόσθετο υλικό), το Biscuit Barrel Fashion στην Poptones (2001), το Twelve Sidelong Glances (2006) στην Darla, πρώιμα σίνγκλ στην Earworm κ.λπ.
Ας προχωρήσουμε στο δεύτερο κλισέ: η μουσική των Gnac είναι αμιγώς κινηματογραφική, με τη θετικότερη δυνατή έννοια που μπορείτε να φανταστείτε. Επένδυσε τηλεοπτικά προγράμματα όπως κάποια Omnibus (με τον David Hockney να συζητά τη χρήση τεχνικής φακών στη ζωγραφική του ή ένα αφιέρωμα στον κατασκοπογράφο John Le Carre), "δηλώνει" πως θέλει να συνοδεύσει αναγνώσεις αστυνομικών μυθιστορημάτων (με τίτλους όπως Armchair Thriller - ίσως γι' αυτό τη χαρακτηρίζουν murder mystery music...) και μοιάζει σαφώς επηρεασμένη από μεγάλους μαιτρ του ευρωπαϊκού κινηματογραφικού ήχου, όπως o Michel Legrand, o George Delerue (κυρίως δηλαδή εκπρόσωποι του γαλλικού ήχου των 60ς - 70ς) αλλά και o John Barry.
Αυτός ο εκλεπτυσμένος αλλά και τόσο εκλεκτικός ήχος μου θυμίζει κάτι παραπάνω: τη μουσική που έβγαζαν εταιρίες όπως η Crammed και η Les Disques du Crepuscule. Άραγε έχει ακούσει εκείνες τις κυκλοφορίες; Μια συνέντευξή του με εξέπληξε ευχάριστα: όχι απλώς τις γνώριζε αλλά και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μουσικές του κατευθύνσεις. Πρώτα ήρθε σε επαφή με το The Missionary των Josef Κ και κατόπιν με τα δύο άγνωστα κομμάτια των Durutti Column που υπήρχαν στο compilation From Brussels With Love, με το οποία συμπτωματικώς ασχοληθήκαμε στο πρόσφατο αφιέρωμά μας στις συλλογές! Εκεί ανακαλύπτει και τους Wim Mertens, Antena, Michael Nyman και Harold Budd και μπαίνει στον κόσμο τους. Χρόνια αργότερα θα καλούσε τον καλλιτέχνη των εξωφύλλων της Crepuscule, Benoit Hennebert, να φιλοτεχνήσει τις κυκλοφορίες του.
Με αυτά ακριβώς τα δύο κλειδιά ανοίγουν οι Gnac το δικό τους music box για να φτιάξουν βινιέτες που συνδυάζουν το ρομαντισμό με την electronica, το easy listening με τον πειραματισμό, τον Satie με τον Vini Reilly, την κλασική παράδοση με την ηλεκτρονική. Μπορούν τη μία στιγμή να ακούγονται σαν Morricone (Bright days in winter), σαν Eno (Winter blanket), σαν Steven Brown (Vetchinsky backdrop), μένοντας πιστοί στον ήχο της Vespertine (από τη μαγική συλλογή της οποίας An Evening in the Company of the Vespertine (1997) τους πρωτογνώρισα) και στο δικό τους προσωπικότατο ύφος (όπως το πανέμορφο Nautical Episodes).
Όμως οι εκπλήξεις από τον Μ.Τ. συνεχίζονται... Μαθαίνω πως μεταξύ 1989 και 1990 συμμετείχε στις ζωντανές εμφανίσεις των St. Christopher, μάλλον του πιο ιδιαίτερου γκρουπ της Sarah Records! Σήμερα δεν του αρκούν τα δύο ιδιαίτερα σχήματά του και δοκιμάζει περαιτέρω συνεργασίες, όπως εκείνη με τον Ian Masters των Pale Saints, αλλά και ακόμα μοναχικότερες πορείες, όπως το σόλο Scoop of Ice-Cream Moon (2004) στην Kooky.
Και πώς διάλεξε αυτό το αγνώστου προφοράς όνομα; Για να διασκεδάζει με τις διάφορες φωνητικές εκδοχές από τον καθένα μας. Εμείς όμως που κρυφοκοιτάξαμε την ιστορία του Καλβίνο διαπιστώσαμε πως ο ήρωάς της εργάζεται σε ένα εργοστάσιο κονιάκ... Νιακ λοιπόν.