Θα μπορούσαν να είναι το enfant gate της πνευματικής νομενκλατούρας, θεματίστες μουσικών θεμάτων σε ταινίες του Ιταλικού νεορεαλισμού ή η μπάντα που λίγα χρόνια πριν θα συνόδευε την Πόπη Αστεριάδη αν υπό την επήρεια αντικαταθλιπτικών τραγουδούσε σε κάποιο από τα πολλά υπόγεια club του Παρισιού.
Τους περίμενε άλλη μοίρα όμως και τώρα οι Gnac δεν είναι παρά η κουλτουριάρικη πλευρά της Poptones, της μάλλον αδιάφορης νέας εταιρείας του 'πάστορα' Alan McGee που βάλθηκε να νεκραναστήσει κατά γράμμα τα 60's, λες και δε μας φτάνανε οι επανεκδόσεις των Zombies και των Yardbirds.
Σε όσους η μεταγραφή αυτή φάνηκε αταίριαστη, ο λόγος της δεν είναι άλλος παρά το ότι ο Mark Tranmer που συμμετέχει στους Gnac είναι μέλος (το μισό για την ακρίβεια) και των Montgolfier Brothers, που και αυτοί πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησαν το δίσκο τους στην Poptones. Μεταξύ καλλιτεχνών αλληλεγγύη λοιπόν και από το να έμεναν οι Gnac χωρίς σπίτι μια χαρά είναι η νέα γκαρσονιέρα του McGee.
To οτι οι Gnac απέχουν από την pop των 60's έγινε ήδη κατανοητό. Με την εποχή αυτή όμως έχουν μια άλλου είδους σχέση, καθώς τα περισσότερα -όλα instrumental- από τα 15 'θέματα' του 'Biscuit Barrel Fashion' παραπέμπουν σε κινηματογραφικές μουσικές εκείνης της περιόδου αλλά και της μεταγενέστερης (Ennio Morricone, Francois de Roubaix -άγνωστος στα μέρη μας Γάλλος συνθέτης των τελών της δεκαετίας του 60 και των αρχών αυτής του 70, μια από τις μεγάλες επιρροές των Gnac), μικρές και άκρως απογυμνωμένες μποσανοβίτσες, θραυσματικές μελωδίες που ξέφυγαν από παραμύθι με πικρό τέλος και χαρακτηριστική ενορχηστρωτική λιτότητα, θυμίζοντας -αν έχεις αρκετή φαντασία- μέχρι και τον 'σκληρό' παιδικό αυθορμητισμό κάποιων έργων του Μάνου Χατζιδάκι, όπως η 'Λιλιπούπολη'.
Οι Gnac ασχολούνται -για τρίτη φορά σε LP ,συμπεριλαμβανομένης και μιας συλλογής που συγκεντρώνει όλα τα singles του συγκροτήματος που είναι και πολλά και σπάνια- με μια μουσική που καλύτερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως 'άχρονη', πόσο μάλλον μη κατηγοριοποιήσιμη. Μεταμοντέρνα μινιμαλιστικά νανουρίσματα, πρωτόγονη art pop, δυσπροσάρμοστη κινηματογραφική ταπετσαρία, 'βρεφικό' avant garde, απλά μαθήματα δόμησης μιας υποτυπώδους μουσικής μελωδίας κάποτε και με συνετή χρήση αναλογικού κυρίως εξοπλισμού, είναι -αυθαίρετα ίσως μιλώντας- ο χώρος δράσης αυτού του σχήματος που αν μη τι άλλο πρεσβεύει κάτι το απόλυτα αληθινό και καλλιτεχνικό, όσο και αν κάποιες φορές στα αυτιά μας φαίνεται ως μονότονο. Αυτό ίσως να είναι και το κύριο μειονέκτημά του.
(Άξιο αναφοράς είναι οτι το θέμα 'The neen scene' είναι γραμμένο για το Μίλτο Μανέτα, ένα Έλληνα visual artist που ζει μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες, με σημαντικό έργο - αν και, όχι σπάνιο αυτό, άγνωστο στο ευρύ κοινό της Ελλάδας- και την έννοια 'neen' να πρεσβεύει το καλλιτεχνικό του μανιφέστο για τη μοντέρνα τέχνη. Για όσους ενδιαφέρονται ας ρίξουν μια ματιά στη διεύθυνση www.manetas.com ).