Πέραν της περίπτωσης του Beirut, που αποδεδειγμένα πλέον παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις σε ταλέντο, έμπνευση και κυρίως σε εκτελεστικό διονυσιασμό, τι είναι άραγε αυτό που κινεί χωρίς καθυστέρηση την οργή, την περιφρόνηση και την ειρωνική διάθεση όσων ασχολούμαστε συστηματικά με τη μουσική, ενάντια στις περιπτώσεις τύπου Gogol Bordello;
Τι είναι δηλαδή αυτό που μας κάνει να αναθεωρούμε τον ενθουσιασμό μας για τους Mano Negra και να αηδιάζουμε με την κατάντια του παλιάτσου-επαναστάτη Manu Chao, αφ' ης στιγμής ο ίδιος δεν άλλαξε δραματικά τις μουσικές τακτικές του με το που πήγε solo στις πορείες και τα συλλαλητήρια;
"Οι Gogol Bordello είναι κάτι καθυστερημένοι Αμερικάνοι/Ουκρανοί γύφτοι που νομίζουν πως παίζουν κάποιο είδος folk punk, αν γίνεται να υπάρξει τέτοιο είδος μουσικής...".
Δεν τα πήγε και άσχημα το Crackhitler με τούτο το υπόγεια αποθεωτικό σχόλιο (που όσοι τυχόν είναι πολιτικά ορθοί και πνευματικά πραγματικά καθυστερημένοι θα το θεωρήσουν μέχρι και ρατσιστικό).
Συμφωνώ ότι οι Gogol Bordello νομίζουν ότι παίζουν folk punk. Διαφωνώ με το ότι δεν γίνεται να υπάρξει τέτοιο είδους μουσικής. Ομοίως πολύ θα ήθελα να έγραφα ένα παρόμοιο σχόλιο για την πάρτη τους και να ξεμπέρδευα. Εδώ είναι MiC όμως και τα πράγματα τα κάνουμε κάπως αλλιώς...
Το γαμημένο το ροκ είναι μια μουσική των συγκρίσεων. Αναπόφευκτα θα σε συγκρίνουμε με δύο τρεις άλλους, που έκαναν ή κάνουν αυτό που κάνεις, και αν έρθεις καταϊδρωμένος δεν έχεις και πολλή τύχη. Συγκρινόμενοι με τους Pogues, τους Levellers, έστω τους Kultur Shock..., οι Gogol Bordello είναι όντως "καθυστερημένοι" σε επίπεδο punk γνώσης και chaos rock θεμελίωσης.
Είναι ενθουσιώδεις, γεμάτοι ενέργεια, παίζουν στα "κόκκινα" και δεν ξεκουράζονται ποτέ. Από την άλλη, η άποψή τους περί σαματά και οργανωμένου θορύβου δεν είναι καν ερασιτεχνικού επιπέδου. Στην κλίμακα "πόσο-μοιάζω-στους-Birthday-Party", βρίσκονται στο στάδιο λίγο πριν το σχηματισμό των Boys Next Door. Ή αν θες είναι κάτι σαν τον Τόργκελε και το Φουτσίνι. Τρέχουν με τη μπάλα σαν δαιμονισμένοι και τελικά αντί να τη βάλουν στην εστία την "εκτοξεύουν" εκτός γραμμής. "Ελεύθερο" για τον αντίπαλο...
Κοινώς έχουν τόση σχέση με το άναρχο ροκ, όση ο Βασίλης Παϊτέρης με την πολιτική.
Ίσως και λιγότερη μάλιστα, καθόσον από ρυθμικής άποψης δεν βρίσκω τίποτε περισσότερο εδώ μέσα από ταραντέλες. Και κόντρα-ταραντέλες και να... 'σου και μια ταραντέλα παρακάτω. Ο Τάραντας είναι μια πρώην ελληνική αποικία της κάτω Ιταλίας, αλλά δεν μου επιτρέπεται να πω περισσότερα σχετικά.
Στιχουργικά, οι Gogol Bordello αναθεματίζουν την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκαν στην Αμερική. Όπου δεν κυλάει καυτό αίμα στις φλέβες του κοσμάκη και όλα είναι ξενέρωτα και υποτονικά. Όπου ο κόσμος δεν είναι αγαπημένος, δεν μαζεύει κάθε τόσο όλο του το σόι για να τα "κοπανήσουν" μέχρι αηδίας και να κάνουν σαχλαμάρες και άλλα τέτοια παραδοσιακά. Γενικότερα, κυριαρχεί η νοσταλγία του μετανάστη..., το φλογερό ταμπεραμέντο του, η πίστη στην πατρίδα, αλλά και η αμετανόητη άρνηση να τα παρατήσει και να φύγει.
Θα ξεχωρίσω μονάχα το Alcohol, το αθλιότερο τραγούδι του δίσκου, τρανό παράδειγμα του (ολέθριου) αποτελέσματος που θα απέφερε μια συνεργασία του Κώστα Χατζή με τον Tom Waits.
Όλα αυτά δεν είναι λόγοι για να αγνοήσουμε το "αλάνθαστο συνταγολόγιο" των συστατικών του δίσκου και να δώσουμε άλλοθι στον Eugene Hutz και το μπουλούκι του, μόνο και μόνο επειδή ταλαιπωρήθηκε από εδώ και από εκεί μέχρι να φτάσει από την Ουκρανία στην Αμερική. Τα τραγούδια είναι τραγικά όμοια μεταξύ τους..., οι μουσικές εκπλήξεις δεν υπάρχουν πουθενά, το ακορντεόν εμφανίζεται με συχνότητα επιδημίας και όπως και να το κάνουμε μια τσιγγάνικη εκδοχή σε μπρεχτικό καμπαρέ δεν είναι δα και ό,τι πιο σπάνιο μπορεί να συναντήσει κανείς στα μουσικά πράγματα των 2007.
Θυμηθείτε πόσο σας σοκάρει η αισθητική των Dresden Dolls, τι τραγικό γέλιο και πόσο γελοίες τραγωδίες κρύβονται στις "σκηνές" των τραγουδιών τους. Θυμηθείτε την αναζήτηση ήχων, ρυθμών και παράδοξης συμπεριφοράς. Στον αντίποδα βρίσκονται οι Gogol Bordello: η τυπική τσιγγάνικη μανιέρα (που σε όλους αρέσει γιατί όλοι κατά βάθος θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι σαν τσιγγάνοι), λίγο ροκ μέχρι και τα όρια του δήθεν punk (στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ίχνος από punk εδώ μέσα) και μια συνεργασία με την Madonna (που τελικά είναι το μόνο πράγμα για το οποίο αξίζει να τους θυμάται κανείς).
Πραγματικά μουσική για καθυστερημένο μουσικό αισθητήριο και για πρόβατα του μουσικού hype, ίδια ακριβώς με αυτούς που πιστεύουν ότι ο Γιώργος Μάγγας είναι ισάξιος του Ornette Coleman.
Στην πυρά και γρήγορα..., πριν προλάβουν και αρχίσουν να μας έρχονται κάθε δεύτερο τρίμηνο.