Υπάρχει ένα πολύ εύκολο πείραμα που μπορείτε να κάνετε για να διαπιστώσετε αν το album των The Good, The Bad & The Queen θα σας αρέσει: πάρτε το single "Out Of Time" από το "Think Tank" των Blur, και βάλτε το να παίξει δέκα φορές στο repeat. Στις πόσες θα βαρεθείτε; Όσες πιο πολλές φορές αντέξετε να το ακούσετε στη σειρά, τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα να αγαπήσετε αυτόν το δίσκο. Ας θυμίσουμε εδώ ότι το συγκεκριμένο single ήταν μια από τις πιο εύθραυστες και βραδυφλεγείς στιγμές των Blur, με folk χαρακτήρα και μια ελαφριά ψυχεδελίζουσα αύρα να δημιουργεί ένα παράξενα ρομαντικό διάλειμμα σε έναν ευφυώς πολυσυλλεκτικό δίσκο.
Τώρα που το "The Good, The Bad & The Queen" κινείται καθ' ολοκληρία στο ίδιο ύφος, ακούγεται υπέρ του δέοντος διακριτικό, όχι τόσο γιατί δεν έχει προηγηθεί ένα "Ambulance" να κάνει θεαματική εισαγωγή, αλλά κυρίως γιατί με ένα τέτοιο line up (εκτός από τον Damon Albarn, το group απαρτίζεται από τον Paul Simonon των The Clash, τον Simon Tong των The Verve και τον Tony Allen του Fela Kuti), θα περίμενε κανείς κάτι πιο φιλόδοξο ηχητικά. Αντί για αυτό, το album περιορίζεται στην εξερεύνηση μιας μόνο συνιστώσας του ήχου των Blur, κατ' αντιστοιχία με το περσινό solo εγχείρημα του Thom Yorke, στο οποίο και είχαν απομονωθεί οι εύσχημοι ρυθμικοί πειραματισμοί των Radiohead, και μόνο αυτοί.
Τίποτα από τα παραπάνω ασφαλώς δεν είναι μεμπτό, και αν ξεχάσει κανείς για λίγο ότι έχει να κάνει με ένα supergroup και με ένα δίσκο που προωθείται ως η σύμπραξη της δεκαετίας, το "The Good, The Bad & The Queen" περιέχει κάμποσες αξιόλογες στιγμές. Αν υπάρχει κάποιο εύρημα στο δίσκο, αυτό βρίσκεται στην παραγωγή, η οποία ναι μεν αντιμετωπίζει το υλικό με το σεβασμό που θα ταίριαζε σε ένα θαμμένο folk δίσκο των '60s, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αντισταθεί στο να προσθέσει εμφανή σύγχρονα στοιχεία (κάποιες εύηχες λούπες, ή μερικά περαστικά scratches). Όταν οι συνθέσεις βοηθάνε, το αποτέλεσμα δικαιώνει τον Albarn και τους συνεργάτες του, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το στοιχειωμένο single "Herculean", το "Nature Springs" ή το "Green Fields" που θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα συγκρότημα σαν τους The Impossible Shapes. Ως επί το πλείστον πάντως, εδώ έχουμε έναν πέρα για πέρα βρετανικό ήχο, κάτι σαν το ημι-ακουστικό και laidback ανάλογο του "Parklife", χωρίς τα hooks, και δυστυχώς, χωρίς καν ένα "This Is A Law".
Το "The Good, The Bad & The Queen" είναι σαφέστατα ένας ευπρόσδεκτος δίσκος, και είναι τουλάχιστον προς τιμή του Albarn που δε διάλεξε τον "εύκολο δρόμο" και επέλεξε να δώσει κάτι πιο εσωτερικό από ό,τι, για παράδειγμα, ο φίλος του (λέμε τώρα) o Coxon που προσφάτως πέρασε και στο μαγικό κόσμο των διαφημίσεων. Το πρόβλημα όμως είναι πως, σχεδόν κατά το ήμισυ, το album είναι γεμάτο με προσχέδια κομματιών, αντί για ολοκληρωμένες ιδέες, και όσο και αν το όλο εγχείρημα έχει ενδιαφέρον, δεν μπορεί παρά να αφήσει τη γεύση του ανεκπλήρωτου. Ως σύνολο, το μουντό, τεμπέλικο κλίμα που διατηρείται ενιαίο από την αρχή μέχρι λίγο πριν το τέλος (για να εξαιρεθούν οι ελεγχόμενες εκρήξεις του φινάλε) είναι ευχάριστο (απλά), σε καμιά περίπτωση "tear inducingly beautiful" που έγραψαν οι The Times, και κάτι το οποίο άλλα συγκροτήματα έχουν κάνει στο παρελθόν πολύ καλύτερα - κι ας αναφέρουμε εδώ τους τραγικά παραγνωρισμένους Orange Can, ή ακόμα και τους The Beta Band στις πιο συμβατικές στιγμές τους.
Απλά, μην περιμένετε υπερπαραγωγή, και θα τούς συμπαθήσετε.