Cracker Island
Το 2001 σε αυτές εδώ τις σελίδες γράφαμε για μια 'μια indie hip hop περιπέτεια'. Είκοσι+ χρόνια αργότερα αναγνωρίζουμε την προφητική της διάσταση. Του Γιώργου Λεβέντη
Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την ποπ μουσική, το φάντασμα της ιδέας του τέλους της. Μετά από εξήντα χρόνια σύνδεσης με το νεανικό γίγνεσθαι, φαίνεται ότι έμεινε ελεύθερη από συμφραζόμενα και αποσυνδέθηκε από τη μαζική κουλτούρα, που δεν είναι πια ούτε πολύ μαζική ούτε πολύ κουλτούρα. Αν η ποπ μουσική ίπταται πια πάνω και εκτός του εαυτού της, αν ισχύει το ότι τερματίσαμε, τότε οι Gorillaz βρίσκονται εκ των πραγμάτων στη θέση του προφήτη, μια θέση που ποτέ δεν διεκδίκησαν, αλλά κάπως έτσι προκύπτουν οι προφήτες στη μουσική. Ποιος θα κατέληγε προφήτης δηλαδή, οι Future Sound of London;
Υπό αυτό το πρίσμα, τι ακριβώς σημαίνει ότι αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος των Gorillaz μετά το ‘Demon Dayz’; Σημαίνει πρώτα ότι έχει ψιλολυθεί το ζήτημα της έλλειψης συνοχής. Μετατρέποντας από την αρχή σχεδόν το γκρουπ(;) σε παιδική χαρά (με την καλή έννοια) συνεργασιών, ο Damon Albarn θυσίασε αρκετή από την ποιότητα που θα μπορούσε να χωρέσει στις αμέσως προηγούμενες δουλειές. Εδώ το ζήτημα έχει κάπως ξεπεραστεί, ο δίσκος είναι μαζεμένος, σχετικά μικρής διάρκειας και λίγα πράγματα πάνε χαμένα.
Για καλό και για κακό, αυτό έχει σαν συνέπεια ο ήχος να έχει συγκεκριμενοποιηθεί αρκετά σε αυτή τη δουλειά. Για καλό, γιατί αφενός ένα κεντρικό νεύρο μπορεί να σώζει δίσκους χαλαρής αφετηρίας, αφετέρου η (post;) synth-pop που κυριαρχεί σαν γενικός κανόνας εδώ, ποτέ δεν βγήκε εκτός μόδας και μόνο τους μίζερους έχει προσβάλει ή ενοχλήσει σε αυτή τη ζωή. Για κακό, γιατί στα καλύτερά τους, οι Γορίλες προσέφεραν ένα "εδώ - και- πουθενά" art-school κολάζ ήχων που πραγματικά προέβλεψε το μέλλον και από εδώ λείπει. Μία καθημερινή βόλτα στις streaming πλατφόρμες, μας δείχνει ότι ένα γκρουπ που ουδέποτε λειτούργησε ως γκρουπ, όχι μόνο κατέληξε κάτω από τη μύτη μας να επηρεάσει ένα σωρό κόσμο, αλλά βρίσκεται σήμερα στην περίεργη φάση του να ακούγεται σαν σύνθεση όσων επηρέασε.
Κάπου ανάμεσα σε αυτά, ο Damon προσφέρει μερικά από τα καλύτερα ποπ κομμάτια του έτους, κομμάτια που ναι μεν μπορεί να γράψει στον ύπνο του, αλλά τα καταλαβαίνεις μόνο όταν λείπουν από τη ζωή σου. Από το εξαιρετικό 'Silent Running' με τον Adeleye Omotayo έως outsider όπως το 'Tired Influencer', η ικανότητα του Albarn να παράγει εσωστρεφή ποπ αξιώσεων παραμένει ακέραιη.
Κάπου εδώ βρίσκεται το παραδοσιακό μέρος της κουβέντας, στο οποίο αναλύεται η συμπεριφορά του προς τους καλεσμένους, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάτι για να αναλυθεί στα σοβαρά. Αλήθεια είναι ότι εδώ δεν έχουμε την κάπως καταπιεστική επικάλυψη που προκάλεσαν οι συνεργασίες στους τελευταίους δίσκους του γκρουπ και αυτό κάνει καλό, αλλά αυτό ποτέ δεν ήταν επαρκής λόγος για να εξηγηθεί οτιδήποτε είναι καλό ή κακό στη μουσική του. Τα καλά τραγούδια είναι συνήθως καλά από μόνα τους και το ίδιο ισχύει και για τα λιγότερο καλά. To 'New Gold' (με Tame Impala και Bootie Brown) είναι ένα μικρό classic από μόνο του ενώ η παρουσία της Stevie Nicks στο 'Oil' δεν κάνει σαφές αν η ίδια υπoαπασχολείται με το γύρισμα των φωνητικών ή αν κάπου το τραγούδι ζορίζεται από μόνο του - χωρίς να είναι κακό. Έχοντας πάντα τον πήχη ψηλά για τον Albarn, δεν θα ρίξω την ευθύνη σε κανέναν καλεσμένο για τέτοια αποτελέσματα.
Υποτίθεται πως το άλμπουμ έχει ως υπόβαθρο και file under το τέλος της κάποτε δύσκολης σχέσης του Damon με το L.A., το οποίο πλέον κοιτάει με πιο φιλικό βλέμμα. Αν και πάντα είναι καλό να μη δίνουμε και τόση σημασία στη μυθολογία τέτοιου τύπου, εδώ το θέμα είναι κάπως πιο ενδιαφέρον. Αν ο δίσκος μυρίζει κάτι, μυρίζει όντως west coast gloom, καλοκαιρινό new wave και αρκετά από όσα ηχο/υφολογικά μπορούμε να χωρέσουμε σε μια ανάλυση για τον ήχο που πια βρίσκεις στις απογευματινές σκηνές στα διεθνή φεστιβάλ. Αν όντως ισχύει ό,τι ανέφερα περί του τέλους της ποπ ιστορίας και πάρουμε στα σοβαρά τον ρόλο των Gorillaz στον τερματικό σταθμό, τότε το τέλος αυτό αρχίζει να μοιάζει ύποπτα με τον ήχο του Coachella.
Πάντα είχα ένα πρόβλημα με την υπόθεση Gorillaz, κυρίως γιατί παρά τις μεγάλες στιγμές που προσέφεραν, ήταν στα μάτια μου μια χαμένη ευκαιρία. Αλλά όταν η Billie Eilish κάλεσε τον Damon στη σκηνή στο τελευταίο Coachella, και με συγκίνηση τραγούδησε το 'Feel Good Inc' εξηγώντας πόσο (και) οι Gorillaz άλλαξαν τη ζωή της, έγινε σαφές πως οι ευκαιρίες δεν χάνονται ή κερδίζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους. Η art-pop στα τσαρτς, στην κορυφή του Spotify ή όπου αλλού θα μετριέται η μαζική της επιρροή στο μέλλον δεν είναι πια ποτέ χαμένη ευκαιρία, αλλά πολυτέλεια.
Ο Albarn μικρός είχε ψύχωση με τους Specials και το μουσικό πνεύμα που εκφράζουν και είχε την τιμή με τους Blur να φτιάξει ένα γκρουπ που όχι μόνο τους ξεπέρασε, αλλά έγινε και το αγαπημένο του μακαρίτη φίλου του Terry Hall. Το πνεύμα αυτό, δόξα τω Θεώ, είναι ακόμη παρόν στη δράση του. Οι Gorillaz πιθανότατα θα συνεχίσουν ως τμήμα της καθημερινής εργασίας που είναι για τον Damon η δημιουργία μουσικής, αλλά ως ηχητική περιπέτεια που αυτονομήθηκε ανεξάρτητα απο την πρόθεση του δημιουργού της, μοιάζουν να ολοκληρώνουν έναν συγκεκριμένο κύκλο. Από το lo-fi thriller του ντεμπούτου έως τα indie-funk κόλπα του ‘Thundercat’ στο ομότιτλο εδώ, οι Gorillaz κατά σειρά χλεύασαν, εξέφρασαν και (ποιος θα το έλεγε) καθοδήγησαν την ποπ του 21ου αιώνα σαν Fun Boy Three σε μόνιμο hangover. Κοιτώντας κανείς γύρω του, θα πρέπει να παραδεχτεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και πολύ χειρότερα.