Gotta Get Up! The Songs of Harry Nilsson 1965-1972
Κάποτε είχαν ρωτήσει τους Beatles για τον αγαπημένο τους αμερικανό καλλιτέχνη. Είχαν απαντήσει με μια φωνή: Nilsson. Και αγαπημένο αμερικάνικο συγκρότημα; Nilsson. Του Γιώργου Λεβέντη
H Αnnie Nilsson, κόρη του μακαρίτη, ανοίγει τον δίσκο με το ‘Gotta Get Up’ και το συγκινητικό της παρουσίας της δεν αποσπά από τη μουσική. Το ‘Τhis Could be The Night’ παιγμένο από τους MFQ είναι το τραγούδι που θα είναι η πρώτη απάντηση ακόμη και του αδαούς ακροατή αν του ζητηθεί να μαντέψει από το tracklist κάποιο κομμάτι που γράφτηκε με τη βοήθεια του Phil Spector. Oι Μοnkees συμμετέχουν με δύο εκτελέσεις (‘Daddy’s Song' και 'Cuddly Toy') και μοιάζει ιδανικό, υπάρχει άλλη καριέρα τόσο ταιριαστή με αυτή του Nilsson; Τα καλύτερα άλμπουμ είναι πάντοτε αυτά που θυμίζουν στο κοινό πόσο κακομαθημένο είναι.
Kαι είμαστε ένα κακομαθημένο κοινό, γιατί μπορεί πια να γνωρίζουμε πολλά, αλλά ξεχνάμε εύκολα. Ξεχνάμε πως η σύζευξη προσωπικού και πραγματικού σύμπαντος στη μουσική δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση, ξεχνάμε πως η γλώσσα μέσω της οποία η ποπ μίλησε στον καθένα ξεχωριστά και σε όλους μαζί, φαίνεται εύκολη, αλλά δεν είναι, φαίνεται πως δόθηκε έτοιμη, αλλά στην πραγματικότητα κατακτήθηκε. Η συλλογή αυτή, μία προσθήκη στη σειρά Songwriters της Ace, θυμίζει πως τα καλύτερα τραγούδια του Nilsson, δεν εξυψώνουν απλά μια σημαντική καριέρα, αλλά συνδέουν κρίσιμα σημεία του αμερικανικού songbook, γεγονός που θεωρητικά είναι αντικειμενική γνώση, δεν αποτελεί πάντοτε όμως και σταθερή μνήμη.
Εδώ βρίσκονται κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του, αν και μόνο ως το 1972. Και πάλι αρκετά για να δώσουν μια ιδέα για το πόσα subtexts και πόσες κρυφές στροφές περιείχε η φαινομενικά εύκολη πορεία του, πόσες γωνίες χώρεσαν στην κατά καιρούς γλυκερή μουσική του. Η αλήθεια είναι ότι η διαδρομή του Nilsson χώρεσε περίπου όσους εαυτούς και καριέρες χώρεσαν στη δική τους οι Prince, Randy Newman και Μadonna. Αν κάτι ενώνει το ‘1941’, εδώ από τον Τοm Northcott και το ‘Ten Little Indians’, εδώ από τους Υardbirds, δεν είναι απλά η σπάνια συνθετική φλέβα, αλλά η αίσθηση πως η μουσική του, άχρονη, αλλά ικανή να εντοπιστεί στα κοινωνικά συμφραζόμενα, δεν διεκδίκησε ποτέ να γίνει καλύτερη, απλά να επιβιώσει. Ο Nilsson δεν έφυγε ποτέ από τη μόδα, γιατί ποτέ δεν ήταν της μόδας.
Αυτό είναι και το σημαντικό στοιχείο της συλλογής. Θεωρητικά καλύπτει την πιο ‘έγκριτη’ περίοδό του, μας δείχνει τον προ-Hollywood εαυτό του, αυτόν που θαύμασαν οι Βeatles και Βrian Wilson. Ας μην είμαστε τόσο εύκολοι όμως στις διαπιστώσεις. Η εκκεντρική baroque pop, η ύπουλη ψυχεδέλεια, η folk bossa-nova και όλα όσα χώρεσαν οι περίτεχνες ενορχηστρώσεις και το συνθετικό του ένστικτο, δεν είναι κάτι που με τον καιρό άλλαξε, αλλά κάτι που με τον καιρό έγινε όλο και πιο δύσκολο να συνδεθεί με την προσωπικότητά του. Η ιστορία της μουσικής είναι φαινομενικά γεμάτη από ταλαιπωρημένες ιδιοφυίες, λίγοι όμως έζησαν πραγματικά στον δικό τους κόσμο όπως ο Nilsson, και λίγοι θα μπορούσαν να χωρέσουν σε αυτόν τον κόσμο τα όνειρα τόσο των teen rockers όσο και της underground ελίτ, κερδίζοντας τον θαυμασμό όλων.
Όπως κάθε καλό άλμπουμ διασκευών, περιέχει εξαιρετικές εκτελέσεις που δεν κρύβουν, αλλά αναδεικνύουν την αλήθεια των τραγουδιών και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν είναι δύσκολο. Αν πρέπει να διαλέξω αγαπημένο αυτό είναι το 'Paradise' (εδώ από Shangri-Las) και αν πρέπει να ψάξω κάτι πραγματικά αχρείαστο, δεν θα είναι εύκολο να το βρω. Ένα ιδανικό άλμπουμ για να μην ξεχνάει κανείς πως αν η ποπ έριξε τόσο αβίαστα τη σκιά της πάνω από τον 20ό αιώνα ήταν γιατί μπόρεσε χωρίς κόπο να μας ξεγελάσει σχετικά με τα πιο απλά πράγματα. Παράδειγμα ότι ήταν εύκολο να είσαι ο Ηarry Nilsson και ότι είχαμε πολλούς σαν αυτόν.