Κάποτε με τον Ξαγά και τα υπόλοιπα παιδιά (τις υπόλοιπες γερασμένες κωλόφατσες όπως έχει αναφέρει ο Σκουζ μέσα στο 2006 και επισυνάπτει διαδικτυακώς ο Πατώκος ένα χρόνο αργότερα) συζητάγαμε για το αν βγαίνουν ωραίοι δίσκοι σήμερα, πόσο δύσκολο είναι να γραφτούν όμορφα τραγούδια και τελικά αν βαθμολογούμε ένα δίσκο βάσει των καλών μεμονωμένων κομματιών ή με τη συνολική του εικόνα. Προσωπικά, πιστεύω πως οι Bristolέζοι Gravenhurst έχουν γράψει ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχουν γραφτεί στα 00's το 'Black Holes In The Sand' από το ομώνυμο ep τους. Επειδή τυγχάνει να μην ακούω τόσο καλά τραγούδια συχνά, αυτό και μόνο τους βάζει έναν κλικ πιο πάνω από τις περισσότερες μπάντες του σήμερα.
Ταυτόχρονα, έχουν παρουσιάσει τρεις μεγάλες κυκλοφορίες οι οποίες είναι υπερβολικά καλές για το είδος τους (διαφωνώ κάθετα με το εξωπραγματικό 4άρι για το τρίτο άλμπουμ τους, από το φίλτατο συντάκτη του MiC). Το να είσαι βρετανός και να παίζεις ένα είδος αρχέγονης folk με αρκετό πείραμα, όπως ήταν εύστοχα δομημένο στο ντεμπούτο τους το προ πενταετίας "Internal Travels" (στη Silent Age), δεν ήταν και πολύ διαδεδομένο, ίσως ακόμα και εύηχο. Ο ιθύνων νους του γκρουπ, ο πολυοργανίστας Nick Talbot είχε αυτήν την ιδιαίτερη ικανότητα το παραπάνω να το προσφέρει στις μάζες, σε περισσότερο κόσμο, με πιο εύπεπτο τρόπο και ταυτόχρονα να μην το ευτελίζει. Η μεταπήδησή τους με το semaphore δεύτερό τους "Flashlight Seasons" στην Warp Records, έφερε και την ποπ κουλτούρα στο προσκήνιο, το οποίο άλμπουμ κατάφερε να ισορροπήσει τη folk παράδοση με το βρετανικό ποπ ήχο. Στο επόμενο "Fires In Distant Buildings" οι ακουστικές κιθάρες στην πλειοψηφία τους αντικαταστήθηκαν με τις ηλεκτρικές και ακόμα και η συγγραφή των κομματιών τους είναι δομημένη ώστε να ξεφεύγει από τις καταβολές της (ετεροχρονισμένης) βρετανικής παράδοσής.
Ο παρών τέταρτος δίσκος φαντάζει πιο σίγουρος από ποτέ. Το "The Western Lands" είναι ένας ποπ δίσκος πλέον. Αυτομάτως αυτό σημαίνει πως είναι και συνθετικά ο πιο απλός δίσκος τους μέχρι τώρα. Η απλότητα όμως (και όχι η απλοϊκότητα) ίσως είναι η λύση στα περισσότερα προβλήματα. Και αυτό ο Talbot δείχνει να το γνωρίζει καλά. Βουτάει τα ποιήματά του στη μελωδική μελαγχολία, η μουσική να ακολουθεί τις φωνητικές γραμμές και να μην εκτροχιάζεται, όπως στο παρελθόν, επαναφέρει την κιθαριστική ακουστικότητα στο προσκήνιο και την εναλλάσσει αναίμακτα με τον ηλεκτρισμό, γράφει υπέροχες απλές γλυκές μελωδίες, όμορφα τραγούδια. Ο δίσκος κυλάει από μόνος του, χωρίς να ζοριστεί, σαν ο ιδανικότερος σύντροφος για φθινοπωρινές ακροάσεις και ταυτόχρονα ένας μεγάλος υποψήφιος για τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς και ταυτόχρονα μάλλον ο καλύτερος των ίδιων των Gravenhurst.