White Rooms
Σκοτσέζικο ντούο που πρέπει να δοκιμάσετε. Του Πάνου Πανότα
Όσο βαρυφορτωμένη με παλιά μουσικά γεγονότα κι αν είναι η μνήμη μας, διατηρεί ακμαία την ικανότητα να κατατάσσει δίσκους όπως το "White Rooms" στους σχισματικούς. Ως προς τι ακριβώς; Ως προς την παράδοση της μπαλάντας με οδηγό το πιάνο - εκεί που κάτι τέτοιο έχει ακόμη αξία δηλαδή.
Πριν ξεκινήσουμε ωστόσο να τα λέμε για τους Graveyard Tapes, θα σιγήσουμε κάθε πιθανό υποβολέα (δεν τον χρειαζόμαστε, ούτε εμείς ούτε το θέμα). Στο ίντερνετ αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια το πού πρόλαβαν να καταγράψουν παρουσία τα δύο μέλη, Euan McMeeken και Matthew Collings, νωρίτερα ή και ταυτόχρονα με τους Graveyard Tapes. Ο δεύτερος, πάντως, έδωσε επίσης πέρυσι πλήρες σόλο άλμπουμ για τη δημοφιλή εσχάτως Denovali. Είναι μια πρόσθετη πληροφορία με νόημα περί των συγγενειών της Lost Tribe Sound.
Αν και φαίνεται πως ο νέος δίσκος βγήκε με ευκολότερη κυοφορία απ' ό,τι ο προηγούμενος πρώτος του, στο "White Rooms" το ντουέτο κατόρθωσε να ανεβάσει ανέλπιστα γρήγορα τον πήχη της ηχητικής εξερεύνησης που άρχισε μόλις το '13 στο "Our Sound Is Our Wound". Αισθητά και με κατανοητό αποτέλεσμα μάλιστα.
Η παλέτα με τα βοηθήματα περιείχε πολλά και διαφορετικά πράγματα εδώ, κατά βάσει εργαλεία αναλογικής προέλευσης, που έδωσαν τελικά την απαραίτητη εξίσωση επιτυχίας στην τραγουδοποΐα του γκρουπ. Ερμηνεία και πιάνο απ' τον McMeeken, κιθάρες κι ηλεκτρονικά απ' τον Collings, κρουστά, samples, υλικό από ένα μια-κι-έξω session με τον Ben Chatwin, θορύβους, διάβρωση, υφολογικές επιρροές από παλιότερης εποχής Radiohead, The Notwist και Hood, φιγουράρουν στα επικρατέστερα.
Με τον Chatwin (γνωστό κι ως Talvihorros) οι Graveyard Tapes θα ξανασμίξουν και στην επόμενη δουλειά τους, οπότε καλύτερα να τον υπολογίζουμε πια ως το τρίτο τους μέλος, για να γλιτώσουμε τότε την όποια ειδική αναφορά.
Ευπρόσδεκτα και σημαίνοντα τα παραπάνω, όμως μια μεγαλύτερη στάση μπροστά στους ανθρώπους-δημιουργούς φέρνει κι άλλες σκέψεις. Οι δύο των Graveyard Tapes έγραψαν κινητοποιώντας εκπληκτικά τα εσωτερικά τους αποθέματα σε ουσία κι ιδέες. Το "Exit Ghosts", με τα ρευστής δυναμικής σπασίματα στα φωνητικά, κάπου μεταξύ των Markus Acher και Thom Yorke, διατυπώνεται κατευθείαν σε προστακτική και συγκλονίζει. Ομοίως συμβαίνει, ίσως και πιο εμφατικά, με το "Death Rattle" κι ιδίως με το "Ruins". Ακολουθούν τα "Sometimes The Sun Doesn't Want To Be Photographed", "I'm On Fire" και "Could You Really Kill?". Ακόμη κι οι αποτυχίες να ενορχηστρωθούν ισορροπημένα τα ενίοτε εκτός χρόνου κρουστά, λειτουργούν.
Με μια αναδρομική ματιά, μα κι ανθεκτική διαύγεια, πρόκειται επομένως για εξαιρετικά τραγούδια που καταλήγουν όλα τους στην εξής ίδια διαπίστωση: πως το προκείμενο άλμπουμ συγκρούεται, για όσο διαρκεί ο λόγος του, με τα όρια αυτού που είναι δυνατόν κι αυτού που δεν είναι στη λεγόμενη πειραματική ποπ.
Η ανατρεπτικότητα γίνεται ο κοινός παρονομαστής που κάνει αυτήν τη μουσική να λειτουργεί έτσι κι όχι αλλιώς. Κι οι δευτερεύοντες λόγοι στους οποίους πιθανόν να οφείλεται αυτό χάνονται στα μυστήρια ή στην ξέφρενη μεγαλομανία ή σε κάποιο άλλο συστατικό ενός τόσο συνεκτικού σετ όσο του παρόντος.
Μπορεί, τέλος, τη σημερινή μας επίσκεψη στο Εδιμβούργο να μην μπορέσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε όπως ο τουριστικός κόσμος, αλλά μήπως το θέλαμε; Όταν προσθέτεις ένα πολύ ιδιαίτερο φορτίο μουσικής στο κεφάλι σου (και στη δισκοθήκη σου), ξαφνικά σου αποκαλύπτεται πως συχνά μόνο και μόνο τούτο αρκεί για να πλεύσεις σε γοητευτικά πελάγη μεταφυσικής δίχως να συμβουλεύεσαι τον πραγματικό, ή όποιον άλλον, χάρτη. Δοκιμάστε το.