Year
Ένας μουσικός με μακρά και ανήσυχη θητεία εξερευνεί εδώ τις (πολύ περισσότερες από... 50) αποχρώσεις του ηλεκτρονικού γκρίζου. Του Άρη Καραμπεάζη
Οι καλοί μας –από κάθε άποψη– φίλοι της πολυεθνικά σαλονικιώτικης Fair Weather Friends Records επιτυγχάνουν αυτό στο οποίο περισσότερο λοξοδρόμησαν, παρά απέτυχαν, προ ολίγων ετών με την κυκλοφορία του άλμπουμ των Sworr, του μόνου –κατά το μάλλον ή ήττον– αδιάφορου δίσκου του ούτως ή άλλως λιγομίλητου label.
Το ‘Year’ είναι δηλαδή το άλμπουμ αυτό που τελικά καταφέρνει να συντονιστεί με το τμήμα εκείνο της έξυπνης electronica (προσωπικά ποτέ δεν με χάλασε ο εν λόγω χαρακτηρισμός, που έως και λοιδορείται εσχάτως, ακόμη και από τους εμπνευστές του), η οποία παρότι παραμένει συνειδητά στάσιμη εδώ και πάνω από 20 χρόνια πλέον, εν τούτοις καταφέρνει να μην ακούγεται ποτέ (έως τώρα δηλαδή) outdated, σε συνήθη αντίθεση με τα συγγενή της είδη που επιμένουν να εξελίσσονται αενάως και σαν από εμμονή.
Επιμένοντας σε ατυχείς αντιστοιχίσεις θα λέγαμε ότι καταλήγει να είναι τελικά κάτι σαν το αειθαλές garage εν σχέση με τον κυρίως κορμό του ‘προοδευτικού’ rock ‘n’ roll, που καθώς παλεύει να επικαιροποιηθεί, καταλήγει αυτό τελικά να ξεφτίζει.
Στο πλαίσιο αυτό είναι μάλλον αδιάφορο το από που θα πιάσει ο καθένας το νήμα των αναφορών και κυρίως το πως θα το οριοθετήσει. Είναι μεν ένα ζητούμενο το ότι στην εγχώρια δισκογραφική παραγωγή δεν έχουμε ικανό αριθμό δίσκων που προσεγγίζουν τα θέλω, αλλά και τις διαμαρτυρίες, όσων αναζητούν ατέλειες σε κάθε επόμενη κυκλοφορία του Four Tet, και αντίστοιχα ενώ δεν βρίσκουν ποτέ καμία ατέλεια στους εκάστοτε νέους Boards Of Canada, επιμένουν αυθαίρετα ότι η αιτία ύπαρξης τους έπαυσε κάπου μετά την πρώτη τους εμφάνιση.
Παρά ταύτα, ο ήχος και οι προθέσεις (τέτοιες δίκες κάνουμε, ναι) του εν λόγω project, τουλάχιστον σε αυτήν εδώ την διατύπωση του, θεωρώ ότι εδράζεται με μεγαλύτερη άνεση σε άλλα, εξώτερα μεν χωρικά, εγγύτερα δε χρονικά, μονοπάτια.
Γνωρίζοντας εκ των έσω ότι το άλμπουμ δεν αποτέλεσε αποτέλεσμα έμπνευσης της εδώ και αρκετό καιρό πλέον «ιδιόμορφης συγκυρίας», δεν ηχογραφήθηκε στις «μέρες του εγκλεισμού» και δεν κατευθύνεται στο ήδη γεμάτο από χασμουρητά μονοπάτι της διεξόδου από αυτόν, αλλά έρχεται από μία προηγούμενη όλων των παραπάνω περίοδο, ως ισοδύναμο του στη διεθνή παραγωγή προκρίνω ασφαλώς το ‘Petrol’ του Anenon, που με ενθουσιασμό μας είχε απασχολήσει στο ‘μακρινό’ 2016.
Δεν είναι τόσο η απολύτως συνειδητή χρήση του σαξοφώνου, στα σημεία που πρέπει να εκφραστούν οι κύριες μελωδικές εκφράσεις των συνθέσεων (που είναι και αυτή δηλαδή), όσο η τελική επίγευση ενός ιδεατού mainstream ήχου, που καταφέρνουν να αποδώσουν και τα δύο άλμπουμ, με τον ίδιο τρόπο (ΟΚ, ίσως με πιο περίτεχνο εκεί), που το έχουν καταφέρει στο παρελθόν τα πραγματικά σπουδαία άλμπουμ και των ονομάτων στα οποία παραπάνω αναφερόμαστε (και των δορυφόρων τους φυσικά).
Όπως και το ‘Petrol’, έτσι και το ‘Year’, είναι το άλμπουμ που θα βάλεις να παίζει στο κρίσιμο εκείνο χρονικό σημείο του ενήλικου party σου, που δεν θέλεις ακόμη μεν αυτό να εκτροχιαστεί, αλλά δεν θέλεις και να συνειδητοποιηθεί δραματικά από όλους το πόσο ενήλικο είναι (αυτό θα γίνει αργότερα άλλωστε μέσα στο βράδυ).
Αν δε απαραιτήτως χρειάζεται να επιστρατεύσουμε, κατά τον αργυρό κανόνα της μουσικοκριτικής, και ένα πιο επίκαιρα αδελφό άλμπουμ, τότε μάλλον θα ήταν ασφαλές να τοποθετήσουμε το ‘Year’ σε κοινό πεδίο δράσης με ‘To Feel Embraced’, των Sparkle Division, όπου και πάλι πρωταγωνιστεί το σαξόφωνο, του ‘πολύ’ William Basinski αυτή τη φορά, καθώς πρόσκαιρα επιχειρεί να απευθυνθεί στο θυμικό και όχι στις αντοχές των ακροατών του.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ένα –εντελώς καλώς εννοούμενο– συνονθύλευμα ηχητικών αναμνήσεων που αναφέρονται στο σήμερα, από μουσικούς, που όμως κάθε άλλο ποντάρουν στο να συλλέξουν αναμνήσεις, δείχνοντας όμως κάθε φορά απόλυτα ικανοί να τις ανασύρουν από εκεί που πραγματικά βρίσκονται. Δισεπίλυτα απλά ζητήματα όλα αυτά, με τα οποία ασχοληθήκαμε βασανιστικά ειδικά τις πρώτες στιγμές κατά τις οποίες υπέστημεν το χαϊδευτικό σοκ των BoC, μην επανερχόμαστε κάθε φορά.
Υπάρχει βέβαια κάτι που αφήνει μία αίσθηση ανικανοποίητου στον ακροατή που περισσότερο επιδιώκει, παρά υποχρεώνεται, να αφιερώσει συνεχείς ακροάσεις στον δίσκο.
Και αυτό είναι η αδυναμία να δημιουργηθεί ένας (και μόνο ένας) ισχυρός σύνδεσμος ανάμεσα στις συνθέσεις, ως επιμέρους τμήματα, ενός τελικού έργου, που παρά την εν λόγω αδυναμία, ακούγεται τελικά παράδοξα ενιαίο (αυτό δε το πρόβλημα το έχουν και οι Sparkle Division και ενώ ο Anenon το είχε αντιμετωπίσει αόριστα μεν, πειστικά δε).
Έχω την γνώμη λοιπόν ότι αυτό το έστω και ψευδεπίγραφα ‘ενιαίο’ θα μπορούσε ίσως να ενισχυθεί, ακόμη και με την περιπτωσιολογική αναφορά σε ένα κάποιο concept, το οποίο παρότι μεν συνήθως ξεγελάει, εν τούτοις πάντοτε βοηθάει τον ακροατή να βρεθεί καλύτερα και πιο πειστικά στα όρια του δίσκου. Και κυρίως να παραμένει σε αυτά και όχι απλά να επιστρέφει.
Είτε μια μουσική ιδέα, είτε ένας τόπος/χρόνος κλπ ως δήθεν ορόσημο, η μουσική ακόμη και όταν είναι ‘έξυπνη’ έχει ανάγκη από ένα παραπάνω παραμύθιασμα. Σε αυτό το ζήτημα το ‘Year’ εμφανίζεται παρελκυστικά ως άκουσμα με ροπές τεχνοκρατικές, ενώ στην πραγματικότητα μόνο τεχνοκρατικό δεν είναι ασφαλώς.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, θα είναι ανόητο να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι τίποτε δεν είναι τυχαία ηχογραφημένο και τοποθετημένο μέσα στο δίσκο, καμία σύνθεση και κανένα κομμάτι της παραγωγής δεν έχει αφεθεί σε κάποια αρχική του μοίρα, αλλά κύρια και το ότι –παρά την παραπάνω υπόνοια ψόγου περί τεχνοκρατισμού– το συναίσθημα υπάρχει –και ορθά δεν περισσεύει– σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Τα σημαντικά εδώ έχουν γίνει με τον σωστό τρόπο, και κάτι παραπάνω.
Εν ολίγοις, ο γνωστός μας και για τις πολυετείς εκτελεστικές του αρετές, Ηλίας Σμήλιος των Mary’s Flower Superhead, μιας και περί αυτού πρόκειται, παίρνει μεν μία αξιοσημείωτη ως προς τα αποτελέσματα της, οικειοθελή κιθαριστική άδεια –άνευ ή μη αποδοχών δεν το γνωρίζουμε–, αλλά αυτή σε καμία περίπτωση δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως αναρρωτική.
Τόσο το ‘Year’ ως άλμπουμ, όσο και το project υπό τον δ.τ. Grey Skies εκφεύγει των ορίων του εφήμερου, και για αυτό με το ζόρι ‘διαφορετικού’ solo/side project, που είναι και το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο προσεχτικός ακροατής άλλωστε θα εντοπίσει διαδρομές –και όχι απαραίτητα υπόγειες– με τη λογική του ήχου των MFS και μόνον ο περιστασιακός θα αναζητήσει κομμένες γέφυρες.