Art Angels
Στο περιεχόμενο, στο εξώφυλλο ή στην εταιρεία βρίσκεται το λάθος; Του Αντώνη Ξαγά
Ερώτημα: ευτελίζονται οι έννοιες όταν ευτελίζονται οι λέξεις; Ή όταν απλά και μόνο αλλάζουν οι χρήσεις τους; Να πάμε σε παραδείγματα; Τι μένει από την "επανάσταση" όταν το επίθετο "επαναστατικός" είναι ένας μαϊντανός ο οποίος μπορεί να συνοδεύει ακόμη κι ένα ...κοκτέιλ, όπως το αλίευσα εσχάτως σε άρθρο περιοδικού για κοκτέιλ (κι ας αναφερόταν σε κοκτέιλ με ...μοσχαρίσιο ζωμό). Παρακάτω στις ίδιες σελίδες, συνάντησα και προτάσεις για "πανκ-ροκ" στυλ. Και φυσικά ένα σωρό "εναλλακτικές" ιδέες για χριστουγεννιάτικά δώρα, ντυσίματα, εξόδους κλπ κλπ. Υπάρχει λοιπόν κάποια άφθαρτη "πλατωνική" ουσία η οποία να παραμένει ανέγγιχτη και αλώβητη; Ο Βιτγκενστάιν δυστυχώς έχει απογοητεύσει εδώ και κοντά 100 χρόνια τους ρομαντικούς ιδεολόγους, με εκείνη την περίφημη ρήση για τα όρια της γλώσσας που ορίζουν τα όρια του κόσμου (του).
Και στον κόσμο μας; Τι έχει απομείνει στον κόσμο μας από την "εναλλακτικότητα"; Στον κόσμο όπου είναι στα πράγματα και δίνει τον τόνο η γενιά εκεί στα συν-πλην σαράντα, σχετικά αποκατεστημένη από δουλειά, η τελευταία που μπόρεσε να χωθεί στο τρόλεϊ της εργασίας (μέχρι και πρωθυπουργό κοτζάμ έβγαλε), μια γενιά η οποία ανδρώθηκε με τους μύθους (ή και τα παραμύθια αν θέλετε) του indie-εναλλακτικού-ανεξάρτητου, του ετεροκαθοριζόμενου πολλές φορές από το "τι δεν είναι", που πέταξε μπουκάλι στον Boy George, στους Triffids που τόλμησαν να διασκευάσουν Madonna, που τα ξεπέρασε αυτά, τα χώνεψε, τα κατανάλωσε σαν νοσταλγία, και πλήρωσε και το αλμυρό εισιτήριο για να δει από κοντά τη Madonna και συνάμα είδε τα δικά της σκοτεινά '80s να γίνονται ήχος των πλατιών μαζών. Και είναι τώρα εκείνη η κύρια καταναλώτρια όλου αυτού του νέου εναλλακτικού marketing, είναι βασικά αυτή που μπορεί να το πληρώσει, η εναλλακτικότητα γαρ περνάει πλέον από την τσέπη, το βινύλιο, το αντισυμβατικό ντύσιμο, το κούρεμα, η ψαγμένη γραβιέρα του μικρού παραγωγού, το προαναφερθέν κοκτέιλ με το μοσχάρι έχουν όλα την τιμή τους και μάλιστα λίαν ...αλμυρή.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στην υπέρβαση, όπου μπορεί να είσαι κατεστημένο και underground ταυτόχρονα, αναρχικός στην εξουσία (που έλεγε και ο ΓΑΠ), νεολαίος μέχρι τα -ήντα, εναλλακτικός στα κοκτέιλ και συμβατικά συστημικός στην σκέψη, όλα μαζί, και ταυτόχρονα περήφανος για τις αντιφάσεις σου, άλλωστε πλέον (λέγεται) δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές, τσιμπολογάμε από παντού, δεξιά και αριστερά (και με την πολιτική έννοια ακόμη αν θέλετε), όλα παίζουν, γιατί όχι; Κάποιοι θα απέδιδαν το φαινόμενο στην κλασική αβάσταχτη γοητεία του mainstream, με κάμποση επικάλυψη (προσοχή δεν είναι σοκολάτα!) ασυμβίβαστου. Και πράγματι, είναι παλιά και γνωστή ιστορία το πως η χθεσινή επανάσταση γίνεται η αυριανή εξουσία και πάει λέγοντας (ενίοτε και ...κλαίγοντας), μόνο που τώρα η ενσωμάτωση είναι πολύ ταχύτερη και πολύ αποτελεσματικότερη, η εξαλλαγή είναι τόσο γρήγορη (όσο γρήγορα ένα Όχι μετατρέπεται σε Ναι!) ώστε το νέο mainstream και το νέο εναλλακτικό ουσιαστικά να συντήκονται. Σε έναν ιδιότυπο συνδυασμό ο οποίος άλλοτε θα φάνταζε τερατογένεση, στον σημερινό "ακομπλεξάριστο" κόσμο είναι έως και φυσιολογικός.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, ο εν λόγω δίσκος της Grimes αποτελεί ίσως την πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση του σημερινού θρυμματισμένου εναλλακτικού που θέλει να γίνει mainstream, είναι mainstream, αλλά συνάμα θέλει να κρατάει και τα προσχήματα. Ίσως αυτό να εξηγεί και την σχεδόν πάνδημη αποθέωση του δίσκου από τον εναλλακτικό μουσικό τύπο, τόσο πάνδημη που να κάνει μερικούς να αισθάνονται σαν τον Πόντιο οδηγό στην Πανεπιστημίου από το γνωστό ανέκδοτο. Συμβάλλει σίγουρα και το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με ένα "δικό μας indie παιδί" το οποίο προσπαθεί (με καλές πιθανότητες) να αλώσει το κάστρο της ποπ, δεν υπάρχουν και πολλά ανάλογα παραδείγματα στην ιστορία.
Γενικά το ποπ το λαϊκό συνήθως το έχεις εξαρχής. Η Madonna το είχε. Η Lady Gaga επίσης. Η 27χρονη Claire Boucher το έχει; Το προσπαθεί πάντως. Μετακόμισε και από το Μόντρεαλ στο L.A., εκεί δηλαδή που "συμβαίνει" (έγραψε μάλιστα κι ένα τραγούδι για την εμπειρία, το "California"-κάτι που φαίνεται να είναι μια τελετουργία, το είχε κάνει και η Mylene παλιότερα). Και θα της αναγνωρίσουμε επίσης ότι το παλεύει δίχως ν' ακολουθεί την παραδοσιακή συνταγή "δείξε μπούτι-στήθος", έχει τσαγανό και θράσος (αρετές και αυτές στον καιρό του Υπερεγώ και του "είμαι ο εαυτός μου"), το εγχείρημα είναι όλο δικό της ουσιαστικά, ακόμη και κιθάρα και βιολί αυτή παίζει, κι ας μας ομολογεί ότι μόλις τα έμαθε.
Αυτό όμως βγάζει ...αυτί στον δίσκο είναι η αβεβαιότητα και η αμφιθυμία του φλερτ "να του κάτσω ή να μην του κάτσω", και αν ναι, να γίνει με τους δικούς μου όρους. Πως δηλαδή; Εκεί που πάω να πιάσω ένα θέμα, μια μελωδία, κάτι το "συμβατικά" αναγνωρίσιμο, αμέσως να το υπονομεύω, πολλές-πολλές software παρεμβάσεις, ένα cut εδώ, ένα click παρακάτω, ένα bleep παραπέρα, μια ξεκούδουνη αλλαγή στο τέμπο. Μέχρι εδώ καλά, θα μπορούσαμε να είμαστε και στον δρόμο για ένα αριστούργημα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν υπάρχει αυτή η καλή και αξιομνημόνευτη μελωδία. Προθέσεις μόνο σποραδικές, χαμένες πίσω από πομπώδη beat, πολύ άσκοπο θόρυβο, ένταση, ογκώδη loud ήχο και καρτουνίστικα φωνητικά, η Grimes κυριολεκτικά δεν βάζει γλώσσα μέσα σε όλο τον δίσκο, με αυτή την ακατάβλητα εκνευριστική φωνή. Οπότε τελικά για ποια ποπ μιλάμε;
Παράλληλα ο δίσκος καθορίζεται από τον εμφανή της φόβο (το δηλώνει και σε συνεντεύξεις της ρητά και κατηγορηματικά) για τον εγκλωβισμό σε μια διαχωριστική γραμμή, μια ταμπέλα, ένα είδος. Και πως τον ξεπερνάει; Πάει στο άλλο άκρο. Σχεδόν όποιο είδος και να σκεφτείτε θα ανακαλύψετε ψήγματα του στο "Art angels" (όλα κιμάς που έλεγε και ο μακαρίτης ο ...Χριστόδουλος). Ακόμη και από την οπτική αυτή έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο της εποχής της σημερινής, της υπερπληροφόρησης και των σέρφερ του στυλ. Όλα στο τουρλού του μπλέντερ, στο κράμα, στο χωνευτήρι, όλα αυτά τα στερεότυπα, με το αποτέλεσμα τούτης της πολυχρωμίας και πανσπερμίας ήχων να ακούγεται παραδόξως(;) μονότονο και κουραστικό. Κάπου συνάντησα και τον όρο "post-internet", και το βαρύγδουπο post- να παραλείπαμε, μέσα θα ήμασταν νομίζω. Χαρακτηριστικό είναι ότι και τον Αριστοφάνη, έναν χιπ-χόπερ από την Ταϊβάν μέσα από το Soundcloud τον ψάρεψε για να ραπάρει στα μανδαρίνικα. Τούτο δεν είναι όμως το μόνο απωανατολίτικο στοιχείο του δίσκου. Στην σωστή γλώσσα θα μπορούσε να περάσει και σαν προϊόν κορεατικής ποπ, της K-pop που λένε, αν και το Κ εν προκειμένω θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει και Κιτς. Ένα κιτς το οποίο ξεκινάει από το ταιριαστά κάκιστης αισθητικής εξώφυλλο, το οποίο θα φαινόταν αντιαισθητικό ακόμη και σε παιδικό περιοδικό τύπου Κάντυ-Κάντυ. Μόνο που απουσιάζει ένα κομμάτι με την ποπ δυναμική ενός "Gangnam style".
Ένας αποπροσανατολισμένος λοιπόν δίσκος για μια αποπροσανατολισμένη εποχή; Όπου είναι τόσο εύκολο να είσαι ανορθόδοξος στο φαίνεσθαι και συντηρητικός στην ουσία; Όχι μόνο. Περισσότερο, ένας "εναλλακτικός" δίσκος για όσους συγχέουν το εναλλακτικό με το εκκεντρικό, το διαφορετικό με το "weird". Γενικώς τα έχουμε μπλέξει λίγο νομίζω. Και δεν ξέρω αν χρειαζόμαστε -και με ποιο τρόπο- ένα νέο λεξιλόγιο. Ή έστω μια νέα νοηματοδότηση. Και αν αρκεί αυτό...