Make a sound
Αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους με το καλημέρα: Make a Sound (Like James Brown). Του Μάριου Καρύδη
"It doesn't matter how you travel it, it's the same road. It doesn't get any easier when you get bigger, it gets harder. And it will kill you if you let it." - James Brown.
Τάδε έφη ο νονός της soul αναφερόμενος στην συναυλιακή καθημερινότητα. Θα μπορούσε να μιλά και για την funk , αυτή την αγιάτρευτη εξάρτηση που σου λύνει όλα τα προβλήματα και τα πόδια, όταν ακροάζεσαι δίσκους σαν το "Make a Sound" των Βρετανών Grits απ' το Μπράιτον. Στο εναρκτήριο κομμάτι τους δηλώνουν: "Make a sound/ it doesn't matter what sound it is/ as long as it sounds like James Brown" - επιχείρημα που μας βρίσκει απολύτως και κατηγορηματικά σύμφωνους.
Έχοντας στο ενεργητικό τους έναν πολύ καλό δίσκο του '08 και αρκετά συνοδευτικά singles, μέχρι πρόσφατα δεν είχαν καταφέρει κάτι καλύτερο απ' το να παίζουν σε αγγλικές παμπ με είσοδο 5 λίρες (και μια μεγάλη μπύρα). Παράλληλα, το όνομά τους θα μπορούσε να παραπέμπει σ' ένα άνοστο αμερικάνικο πρωινό γεύμα ή το συνονόματό τους συγκρότημα απ' το Nashville -που κάνει χριστιανικό χιπ-χοπ. Ωστόσο, το δικό μου μυαλό πάει στην "καλοτηγανισμένη" φανκ του Νότου και δη της Νέας Ορλεάνης, καταναλωμένη στο swinging Λονδίνο και τα ψυχεδελικά του χρώματα.
Η εννιαμελής μπάντα, με επικεφαλής τον πολυτάλαντο Stuart Carter και τα α λά Chiffons φωνητικά της Sophie Adler-McKean, δεν έχει μουσικούς περιορισμούς. Από τους JB's και τα δολοφονικά drums των Meters, στις λούπες της κουλτούρας του hip-hop κι από 'κει στην μοντάδικη northern soul. Στο "Let Me Know", όλα τα παραπάνω φρεσκάρονται με μια πρέζα μυρωδικών απ' την Καραϊβική, ενώ στο "Black Sambuca" φαντάζεσαι τον Ananda Shankar να κρατά τον φλάουτο του Herbie Mann και να ηχογραφεί για κάποια κυκλοφορία της Mood Mosaic. Στο ίδιο ύφος και το "Yeah No", ένα trip-hop παραισθησιογόνο μουσικό χαλί πορνογραφικής ταινίας της δεκαετίας του '70, στιχουργικά κεντημένο με φεμινιστικά μοτίβα.
Σε παραδοσιακούς αφρικάνικους μουσικούς προορισμούς μας ταξιδεύει το "Skin and Bone". Ο ρυθμός του θυμίζει το κλασσικό "Soul Makossa", ενώ η κιθάρα, τα "περίεργα κρουστά" και ηχητικά του εφέ συνδυάζουν Jimi Hendrix και ταινίες της Φίνος Φιλμ. Σε afrobeat ρυθμούς κινείται και το "Heel and Toe", μια ακόμα ευθεία αναφορά στον "Mr. Please-Please-Please" και τις συμβουλές του ("You gotta get to the heel and toe/ or else you're gonna blow"). Ο ψυχεδελικός μπλουζοφάνκ θρήνος για το χρήμα "Six Pack" (διασκευή Black Flag), προοικονομεί εξαιρετικά το "(I'd Walk a) Funky Mile" που μας διαβεβαιώνει ότι δεν τρέχει ιδρώτας απ' τους πόρους τους δέρματος αυτών των ανθρώπων, αλλά funk.
Οι δυο ακόμα διασκευές που συμπληρώνουν τον δίσκο είναι τα δυο αξιοπερίεργα άσματα του εγχειρήματος. Έχοντας διασκευάσει παλαιότερα την "Στρυχνίνη" των Sonics, επιχειρούν πάλι να παντρέψουν το βρώμικο garage με το "τραχύ" funk στο "Psycho" τους (εδώ ο γράφων δεν μπορεί να αποφασίσει εάν η easy listening και η ψυχωμένα αποδομημένη version των Grits λειτουργεί) - μια ενδιαφέρουσα επιλογή που σηκώνει κουβέντα. Αυτός ο ενδοιασμός δεν συναντάται στην διασκευή του "Just A Little Bit", ενός βρώμικου rhythm'n'blues ύμνου του Rosco Gordon (ποιού;) απ' το μακρινό 1959. Μια εκμοντερνισμένη εκδοχή η οποία, παρά την ηλεκτρονική δομή της, σέβεται στο ακέραιο το αυθεντικό.
Δύσκολο το βλέπω να αποκτήσουν οι Grits την καλλιτεχνική επιτυχία άλλων ευρωπαίων συναδέλφων τους - αναβιωτών της funk. Απ' την άλλη όμως, ενδέχεται να εξελιχθούν στο next best thing. Σε μια εποχή που ο James Brown ακούγεται όλο και πολύ, ελάχιστοι μετουσιώνουν την μουσική κληρονομιά του σε κάτι ώριμο, αυθεντικό και νοσταλγικό. Και οι Βρετανοί Grits, είναι απ' αυτούς τους λίγους.