Permanence + [MT][NT][ET]
Το μεγάλο πλεονέκτημα της αφηρημένης τέχνης (και εν προκειμένω) μουσικής είναι ότι δεν χρειάζεται να εξηγεί. Αυτό μένει σε εμάς τους ακροατές. Του Νίκου Παπατριανταφύλλου
Ένας αγαπημένος μου υπαρξιακός αφορισμός, είναι η φράση “Είμαστε οι αντιφάσεις μας”. Την οποία δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάπου. Πιθανότερο είναι να την είδα να αιωρείται πάνω σε μια ετικέτα ερυθρού cabernet, σε κάποιο μεταμεσονύχτιο ηχητικό ταξίδι. Ίσως ως μια εξωτερική προβολή εσωτερικής απάντησης στο τότε (και τώρα) αντιφατικό μουσικό εμπειρικό μου. Στην πορεία, παίζοντας με τον αφορισμό αυτό, διαπίστωσα ότι κάποιες φορές εξηγεί αλάνθαστα συμπεριφορές, σκέψεις, παρορμήσεις, επιλογές, ενέργειες και αδράνειες. Κι όλο αυτό, για τον καθένα ξεχωριστά, καταλήγει να φτιάχνει μια νέα εικόνα, μικροσκοπικά αντιφατική, ωστόσο μακροσκοπικά πλήρη, σύνθετη και μοναδική.
Ο Guy Andrews αυτοσυστήνεται ως παραγωγός abstract ηλεκτρονικής μουσικής, που αρέσκεται να πλέκει υφές διαφόρων επιρροών, από ambient και techno μέχρι post rock, για να φιλοτεχνήσει την μουσική αυτοπροσωπογραφία του. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να τον κατατάξει ως αποδεικτικό στοιχείο του παραπάνω αφορισμού. Καθόλου αφοριστικά, όμως, και εντελώς συνεκτικά, οι αντιφάσεις των επιρροών του, όσο και οι αντιφάσεις στο μέχρι τώρα δημιουργικό αποτύπωμά του, είναι αυτές που σταδιακά τον οδηγούν στην διαμόρφωση της ξεχωριστής δικής του ηχητικής ταυτότητας. Γεγονός όχι απλό, στην σύγχρονη συγκυρία της μουσικής παραγωγής.
Στο ενδιαφέρον ντεμπούτο του (Our Spaces, 2016), τα παραπάνω στοιχεία φαίνονταν “ατάκτως ερριμένα”, στην προσπάθειά του να τοπογραφήσει το ηχητικό οικόπεδό του. Στο follow up (Take, 2017), αντί να φοβηθεί τις αντιφάσεις του, επένδυσε σε αυτές, δίνοντας ένα διαφορετικό στίγμα, που στο ένα άκρο του έδειχνε προς Winged Victory for the Sullen, ενώ στο άλλο άκρο του προς Mogwai. Ανεβάζοντας τον πήχυ του ενδιαφέροντος και παράλληλα θολώνοντας ακόμη περισσότερο τα νερά για τους ψυχαναγκαστικούς της μουσικής σώνει-και-καλά κατηγοριοποίησης.
Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν, η ζύμη όλων αυτών των ιδεών του φαίνεται να ωρίμασε. Τόσο, που αποφασίζει με αυτοπεποίθηση να κυκλοφορήσει όχι 1, αλλά 2 albums. Κοινό στοιχείο τους, πέρα από το ότι όλα τα κομμάτια έχουν ως τίτλο τον αριθμό τους, είναι ότι πιστοποιούν τον Andrews ως έναν διαμορφωμένο πια παραγωγό, οι επιρροές του οποίου καταφέρνουν πλέον να οσμώνονται σε τέτοιο βαθμό με τις σκέψεις του, και το αποτέλεσμα να έχει το δικό του δακτυλικό αποτύπωμα. Γιατί δύο, όμως, και μάλιστα όταν η συνολική διάρκειά των 62 λεπτών δεν ξεπερνά τα στάνταρ για ένα “γεμάτο” album;
Ακριβώς επειδή ο ίδιος “είναι οι αντιφάσεις του”, μπορεί να κατάφερε επιτέλους την συνταγή της δικής του ζύμης, στην πορεία, όμως, φαίνεται να αναρωτήθηκε αν θα φτιάξει ψωμί ή κέικ, τάρτα ή σφολιάτα. Και για να μην μπλέξει τις γεύσεις, πράττει ορθά και με ειλικρίνεια. Κόβει την ζύμη στην μέση, αφήνοντας την ηχητική ροή να εξελιχθεί σε δύο διακριτές κατευθύνσεις:
1. Permanence
Χρονικά κυκλοφόρησε πρώτο στις 16/9/2020. Εδώ μαζεύονται τα πιο δυναμικά abstract electro στοιχεία. Με έμφαση στις μεσαίες συχνότητες, ο γενικά mid ρυθμός τολμάει να φτάσει μέχρι και σε απογειωτική club τροχιά (1.3). Ενορχηστρωτικά ο Andrews μοιάζει πλουσιότερος από ποτέ, με φρέσκιες ιδέες και σωστή διαχείριση του ηχητικού όγκου στην παραγωγή. Το σύνολο παίρνει άριστα στην συνοχή και περισσότερο λειτουργεί ως μια εξελικτική μετάβαση ολικά μεταλλαγμένων στοιχείων, που είχαν ήδη εμφανιστεί από το Our Spaces, μπολιασμένα με νέες αναζητήσεις του. Παρόλα αυτά, δεν φτάνει στο σημείο να σε παρασύρει. Αφήνει, όμως, μια ξεκάθαρη γεύση ενός ολοκληρωμένου έργου, και μιας μουσικής άποψης που δείχνει με συνέπεια προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Την δική του. (7)
2. [MT][NT][ET]
Βρισκόμαστε στο άλλο άκρο του μυαλού του Andrews. Κυκλοφόρησε στις 11/11/2020 και αποτελεί μια κατάθεση της ambient άποψής του. Στα 30 λεπτά του, εμφανίζονται ηχοτοπία σε αλληλουχία, με βασικό χαρακτηριστικό κι εδώ την συνοχή και την συνέπεια. Μπορεί ο Λονδρέζος παραγωγός να το δοκιμάζει για πρώτη φορά, αλλά καταφέρνει να φτιάξει μια μαγευτική διαδρομή, αποφεύγοντας παγίδες, τις οποίες πατάνε άλλοι “ειδικοί” του είδους. Χτίζει με σκούρες μπλε πινελιές την ατμόσφαιρα στο 9λεπτο 2.2, φτάνει μέχρι τα όρια του drone στο 2.4, και προσφέρει απλόχερα την πιο κρυστάλλινη ιδέα των 2 album στο 2.5. Στο οποίο εμφανίζεται λυτρωτικά ένα αναλογικό synth riff, ρίχνοντας το spotlight στο κάδρο της Barbieri. Η κατεύθυνση που δείχνει με το [MT][NT][ET], μπορεί να μην είναι η απόλυτα δική του. Μπορεί σε αρκετά ατμοσφαιρικά stills να θυμίζει λίγο από Loscil. Μας αφήνει, όμως, με την αίσθηση, ότι αν εμμείνει στο συγκεκριμένο κομμάτι των αντιφάσεών του, κι αν καταφέρει να το οσμώσει σε μεγαλύτερο βαθμό με την παραπάνω δική του κατεύθυνση, θα βγει δημιουργικά κερδισμένος. Κι εμείς. (8)