Μια φορά και ένα καιρό, λίγο μετά το 1995, ξύπνησε ο Gerald Simpson ένα πρωϊνό νοιώθοντας πως είναι ο εκλεγμένος για να διεκπεραιώσει την ειδική αποστολή: Ο Πάνσοφος θεός της μουσικής τον είχε επιλέξει για να προσφέρει στον ταλαιπωρημένο -ηχητικά- κόσμο το τέλειο pop άλμπουμ. Ήταν αυτό όμως έπαινος ή τιμωρία; Γιατί ο τύπος που τον έλεγαν Gerald, έπρεπε να απεμπολήσει το παρελθόν του που τον έκανε διάσημο και άρχοντα του drum ΄n΄ bass, για να μπορέσει να κινηθεί στα χωράφια της pop. Συνειδητοποίησε ότι ένα υπαρξιακό δίλημμα ανοιγόταν μπροστά του, χωρίς να διαφαίνεται συγκεκριμένη προοπτική που θα του έδινε στοιχεία για κάποια επιλογή. Έπραξε όμως όπως αρμόζει σε κάθε εκλεγμένο: Βγήκε στα ΜΜΕ και δήλωσε πως επιθυμεί να δημιουργήσει ένα άλμπουμ-ορόσημο στο χώρο της μαζικής κουλτούρας και μετά αποσύρθηκε στην έρημο των μπλιμπλικιών.
Για πέντε ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε αφ'ενός να εξαγνιστεί από το προηγούμενη μουσικοθεωρία του, που είχε σαν αποτέλεσμα το «Black secret technology», ένα από τα πλέον επιδραστικά άλμπουμ στο χώρο του drum ΄n΄ bass, αφ' ετέρου να αποδομήσει τον όρο pop με σκοπό να φθάσει στον πυρήνα του και στις βασικές του ιδιότητες. Όσον αφορά το δεύτερο, έκανε τις παρατηρήσεις του, τα πειράματά του, τις μετρήσεις του και κατέληξε στα συμπεράσματά του: Χρειάζονται φωνητικές μελωδίες που υπακούουν στον φορμαλισμό κουπλέ ρεφραίν, κουπλέ ρεφραίν, οργανικό μέρος, τελευταίο ρεφραίν, φινάλε, η φωνή πρέπει να είναι κυρίαρχη και τα όργανα να συνοδεύουν διακριτικά αλλά όχι βαριεστημένα, ο ρυθμός ούτε επιθετικά μπιτάτος αλλά ούτε και νανουριστικά χαλαρός, και τέλος μία προβλεψιμότητα στο τι θα ακολουθήσει χωρίς όμως αυτό να κατρακυλά στην απλοϊκότητα. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα για το πρώτο σκέλος της προσπάθειάς του;
Εδώ κολλάει το «Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούϊ». Διότι όσο και αν νήστεψε και όσο και αν ανέκραξε «απελθέτω απ' εμού το drum ΄n΄ bass τούτο», δεν ανένηψε. Αποφάσισε λοιπόν να υποταχθεί στο πεπρωμένο, μέσα όμως από ένα δικό του δρόμο, αυτόν του συγκερασμού. «Γενηθήτω essence» διέταξε και ο μουσικός εαυτός του έτρεξε να υλοποιήσει την διαταγή. Πρώτα βρήκε τις φωνές, δηλαδή την τρυφερή τραγουδίστρια Louise Rhodes των Lamp, την τραγουδοποιό Wendy Page, τον ράπερ David Simpson και την κυρία με το groove στην καρδιά, την Lady Kier του πάλαι ποτέ ευφρόσυνου συγκροτήματος Dee-lite. Απένειμε στον καθένα και στην καθεμία την σύνθεση που του ταίριαζε, κατόπιν έβαλε την απαραίτητη drum ΄n΄ bass δόση, κράτησε για πάρτη του τρία instumental και αφού εμφύτευσε λίγο funk και λίγη soul παρέδωσε το πνεύμα του σε μορφή cd. Οι απόστολοι του μουσικού χώρου το παρέλαβαν, έβαλαν τα αυτιά τους στους τύπους των ήλων και είπαν ότι πράγματι αυτός είναι ο Ικανός.
Αλλά όπως είναι γνωστό τοις πάσι, ακόμη και οι απόστολοι έχουν τις στιγμές της υπερβολής και της ανειλικρίνειας. Γιατί ναι μεν καλό και χρυσό το «Essence», αλλά σε καμμία περίπτωση δεν είναι το αριστούργημα που θα οδηγήσει την μουσική ένα βήμα παραπέρα ή θα το θυμάται κανείς με νοσταλγία μετά από δύο - τρεις μήνες. Απλά καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μουσικό υβρίδιο, που όμως απέχει ελάχιστα από τα συγγενικά του είδη. Αξιέπαινο βέβαια και το γεγονός ότι από όλη την προσπάθεια, αναδύεται ειλικρίνεια προθέσεων και αδιαφορία για εμπορική απήχηση.