Απορώ γιατί βγαίνουν ακόμα τέτοιοι δίσκοι. Θέλω να πω, τέτοια μουσική άντε να παίζεται για την παρέα που αράζει βράδυ στη βεράντα, κάθεται στην κούνια που τρίζει, πίνει μπέρμπον και χαζεύει τα καλαμπόκια. Στο τέλος θα λένε και καληνύχτα Τζον Μποϋ. Αλλά και γι' αυτά ακόμη αρκούσαν Κάουμποϋ Τζάνκηδες ή έστω όσοι τους επηρέασαν ή επηρεάστηκαν. Άκουσα αυτό το δίσκο πρωί και μου χάλασε τη καλή διάθεση. Τον δοκίμασα βράδυ κι παραλίγο να σηκωθώ να φύγω απ' το σπίτι. Με βροχή τα χειροτέρεψε, με ήλιο δεν κολλούσε με τίποτα. Χαρούμενο μου πήρε το χαμόγελο και λυπημένο μου μαύρισε την ψυχή. Η Hannah (ευτυχώς δεν έχει αδελφές) έχει παρελθόν - θυμίζω μεταξύ άλλων τα Weeds and lilies (1995), River of darkness (1996) και Faith burns (1998) -, πιστό κοινό, αγάπη στις γκόσπελ και θρηνητικές ατμόσφαιρες και τον Tim Mooney (American Music Club) συμπαραγωγό. Κάποιοι την παρομοίωσαν με μια αλλοτριωμένη συναστρία Dagmar Krause και Nico αλλά νομίζω ότι η διασταύρωση περιλαμβάνει και λίγο πειραγμένη Carole King και μια Diamanda της ερήμου. Μόνο που η μπαλλαντουργία της είναι εξοντωτικά αργή και ελλειπτική και όλες οι συνθέσεις γυμνές από στολίδια (κανένα πρόβλημα), από μελωδία (λίγο πρόβλημα) και από ενδιαφέρον (μεγάλο πρόβλημα). Βαρεθήκαμε τους τΗΠΑδες που πλακώνονται στο μαύρο, γρατζουνάνε ότι κιθάρες βρουν, φτύνουν στίχους που σίγουρα γράφουν στο πόδι ή με το πόδι και βγάζουν δίσκους του κώλου (asstrays).