Synthesist (+ ReSynthesist)
Τριάντα χρόνια μετά το Berlin ο δίσκος κατακτά και το Manhattan - εκεί εδρεύει η RVNG που τον επανέκδοσε. Του Άρη Καραμπεάζη
Τελευταία έχω την αίσθηση ότι έχουμε λάβει περισσότερες ποσότητες από synthesizer, αναλογικούς ηλεκτρονικούς ήχους και ρετρό φουτουρισμό, από αυτές που μπορούμε να αντέξουμε. Ειδικά εμείς που η πρώτη επαφή μας με τη μουσική έλαβε χώρα με αφορμή την κιθαριστική επέλαση του grunge, σε περιβάλλον μάλιστα που θεωρούσε το garage αρχή και τέλος του μουσικού κόσμου και το Paisley Rock ως το σημαντικότερο μουσικό κίνημα του 20ου αιώνα. Διαβάζω τα κείμενα του Μάρκου Φράγκου και το πως η σχέση του με τη μουσική έχει ατόφιες synthdriven καταβολές και κάπου ζηλεύω. Όχι ότι δεν τα λατρέψαμε στην πορεία και εμείς. Το ακριβώς αντίθετο και πολλές φορές άκριτα και αβασάνιστα, μέχρι που φτάσουμε στο σημείο να καταφερόμαστε αυθαίρετα κατά της κιθάρας και των παραγώγων της. Πως φτάσαμε λοιπόν σε αυτό τον συνθετικορεσμό;
Βασική υπεύθυνη η Αμερική και αυτή τη φορά. Η οποία εδώ και χρόνια έχει ανοίξει για τα καλά τα πόδια και τα αυτιά της στον ευρωπαϊκό συνθετικό διαφωτισμό και είτε τον αναπαράγει μέσα από δήθεν νέα δικά της προϊόντα (παλιά της τέχνη κόσκινο), είτε επαναφέρει στην επιφάνεια τα χαμένα - προϊόντα του παρελθόντος του, σε μία καταρρακτώδη λογική παραγνωρισμένων αριστουργημάτων, που κάποιες φορές ανταποκρίνονται στη φήμη τους, κάποιες άλλες είναι απλώς σαχλαμάρες. Διότι διαπιστώνω συνεχώς ότι εδώ δεν υπάρχει μέση οδός, με τον τρόπο που τη βρίσκεις στο ροκ. Επί του παρόντος ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με σαχλαμάρες.
Το εν λόγω άλμπουμ του Γερμανού συνθετικού τύπου είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1980 από τη Sky Records, ενώ είχε ηχογραφηθεί στα τέλη της δεκαετίας του '70 στο μοναχικό διαμέρισμα του στο δυτικό ακόμη τότε Βερολίνο. Μπορεί να μην κουβαλάει όντως την σκοτεινή ένταση της πόλης, όπως αυτή αποτυπώνεται αλλού, μπορεί πολύ περισσότερο να μην εσωκλείει την σοφιστικέ βία της παρέας του Blixa, αλλά η θλίψη που αναδύεται σαν γενικότερη αίσθηση όλων των συνθέσεων είναι πατενταρισμένα βορειοευρωπαϊκή και ταιριάζει αν μη τι άλλο με την εικόνα που ο καθένας μας έχει για το Βερολίνο και τα όσα αυτό συμβολίζει.
Οι περιγραφές του ίδιου Grosskopf για το πως κατάφερε να ηχογραφήσει ό,τι σήμερα ακούμε, με τις πρωτόγονες συνθήκες της εποχής, στο εσώφυλλο του δίσκου, είναι και ενδιαφέρουσες και επιτείνουν (έως προεξοφλούν) το απαραίτητο αίσθημα νοσταλγίας, που ούτως ή άλλως συνοδεύει την γλυκιά αναλογικότητα του δίσκου. Οι συνθέσεις του θα μπορούσαν σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελέσουν τη βάση επιτυχημένων electro pop anthems (σε κάποιες άλλες "κλέβουν" από ήδη υπάρχοντα), αλλά κατά βάση αποστρέφονται αυτού του είδους την καριέρα και κινούνται στο δίπολο sci-fi/ new age, όπως ακριβώς το έχουμε μεταλάβει σήμερα από ονόματα του τύπου Zombie Zombie.
Η συνταγή κάπου του βγαίνει καλή, κάπου μετρημένα θετική και κάπου βουλιάζει στα συνήθη προβλήματα της new age αταραξίας. Συνολικά όμως πρόκειται για άλμπουμ που ικανοποιεί τον ακροατή που έχει τη διάθεση να κάτσει να ακούσει έναν ολόκληρο δίσκο (συνεπώς όχι τον Ξαγά από ότι μαθαίνω τελευταία, παρότι το άκουσμα γράφει Ξαγάς στην ούγια) και μάλιστα δεν λέει όχι και σε επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Κυρίως γιατί έχει αυτόν τον όμορφο ηλεκτρονικό ήχο που γεμίζει το χώρο σας σαν να έχετε τοποθετήσει ένα ωραίο vintage έπιπλο και να επιμένετε να το θαυμάζετε.
Η επανέκδοση και η επιμέλεια του νεοϋορκέζικου label που την επιχειρεί είναι υποδειγματικές, με το fade to grey εξώφυλλο να δίνει άμεσα τον τόνο του περιεχομένου. Ψάξτε να δείτε όμως και το αυθεντικό εξώφυλλο του δίσκου με τον παρακμιακά γκλιταρισμένο δημιουργό να ποζάρει με γυμνούς ώμους και oversized γυαλιά που πατεντάρουν την ημερομηνία κυκλοφορίας του. Συνοδευτικό του βινυλίου και το CD με τον υπότιτλο ReSynthesist, όπου ικανός αριθμός σύγχρονων σχημάτων επανασυνθέτει το αυθεντικό περιεχόμενο, χωρίς όμως κάποιος να καταλήγει έστω και για μια φορά σε αποτέλεσμα πιο ενδιαφέρον από το αυθεντικό, αλλά και χωρίς κάποιος να κατακρεουργεί κάτι. Απλά σε κάποια σημεία ο μοντερνισμός επί του φουτουρισμού εποχής καταντάει ενοχλητικός (π.χ. κάποιοι JD Twitch παρά δίνουν έμφαση στο Emphasis και είναι σαν να ξεχάσανε τη λούπα για πάντα μόνη της, ενώ αμέσως πριν ως Arp o Alexis Georgopoulos, ως άξιο minamal τέκνο του απόδημου ελληνισμού, είχε δώσει την δέουσα και μόνο έμφαση - δείτε και εδώ περί του συμπατριώτη:).
Αυτά επί του παρόντος και κατά βάση όλα αρκετά όμορφα εδώ. Στο ράφι περιμένουν δυο τρεις και βάλε ακόμη επανεκδόσεις της περιόδου από Βέλγους, Γάλλους, Ολλανδούς, minimal wavers και λοιπούς και παρότι υποψιάζομαι καλό υλικό σε κάποιες εξ αυτών για κάποιο όχι και τόσο απροσδιόριστο λόγο δεν βρίσκω το κουράγιο να τους αποτινάξω ακόμη από τις ζελατίνες τους. Άλλωστε και τούτος εδώ περίμενε 1,5-2 μήνες, αν θυμάμαι καλά.