Ζεστά Ποτά, 30 Χρόνια Μετά
Επανηχογράφηση του ιστορικού δίσκου αλλά όχι διασκευή. Του Άρη Καραμπεάζη
Δεν υπάρχουν και πολλοί «ιστορικοί» δίσκοι στην ιστορία του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, ενώ από την άλλη δεν υπάρχουν και λίγοι. Βασικά ουκ ολίγοι εγχώριοι δίσκοι άγονται και φέρονται ως ιστορικοί κάθε τόσο, ενώ από την άλλη παραμένει κατά βάση απροσδιόριστο, και σαφώς αυθαίρετο, το σε τι ακριβώς συνίσταται η ιστορικότητα ενός δίσκου. Πιθανόν ένα κριτήριο να είναι η επιρροή που ασκεί ένας δίσκος στο μετέπειτα της δισκογραφίας, ο αριθμός των θετικών ή αρνητικών αντιγράφων που θα ακολουθήσουν, ασφαλώς όμως και η εμπορική απήχηση του και μόνον. Σε όλα αυτά, και σε άλλα τόσα εν δυνάμει κριτήρια, τα ‘Ζεστά Ποτά’ κερδίζουν το στοίχημα της ιστορικότητας, όχι μόνο τριάντα χρόνια μετά, ούτε απλώς στη διάρκεια των τριάντα χρόνων, αλλά, όπως θυμόμαστε οι περισσότεροι άνω των 30, ακόμη και 30 χρόνια πριν, δηλαδή στο σημείο μηδέν της πρώτης κυκλοφορίας τους.
«Ο δίσκος περιέχει την επιτυχία Ρίτα Ριτάκι», ξεκαθάριζε το υποτίθεται ενοχλητικό στίκερ επάνω στο βινύλιο, στην έκδοση εκείνη που έφτασε σε χρόνο ρεκόρ σε εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικά σπίτια, μεταξύ των οποίων και στο δικό μας, προσωπικά όμως τότε δεν με είχε ενοχλήσει καθόλου, καθώς «αγοράζοντας» 1-2 δίσκους το μήνα, και μάλιστα μέσω τρίτων, θα ήταν καταστροφικό το να μην εμπεριέχεται η επιτυχία, στην οποία αποβλέπαμε ζητώντας επιτακτικά από τους γονείς να φέρουν το δίσκο στο σπίτι. Κανένα αντίστοιχο στίκερ δεν υπήρχε στο ‘Φόρα Παρτίδα’ του Γιάννη Γιοκαρίνη, που αποκτήσαμε πάνω κάτω στον ίδιο χρόνο και μέχρι να βεβαιωθούμε για την ύπαρξη της ‘Ευλαμπίας’ υπήρξε η σχετική αγωνία. Σήμερα, πέραν από τις απανωτές ακροάσεις του ‘εύκολου’ ακόμη και για έναν οχτάχρονο, αλλά ασφαλώς κάθε άλλο παρά ευτελούς (γεγονός πολύ δύσκολο, όπως ξέρουμε πλέον) ‘Ρίτα Ριτάκι’, δεν μπορώ να ανακαλέσω ποιες ήταν οι αντιδράσεις μου σε όλα τα υπόλοιπα «δύσκολα» τραγούδια του δίσκου. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι το αγαπημένο μου τραγούδι για το 2016, όπως αυτό προκύπτει από τις ακροάσεις της νέας αυτής έκδοσης, είναι το μόνο που συνειδητά απέφευγα να ακούσω όλα αυτά τα χρόνια (που περιέργως δεν είχα «ξεχάσει» να ακούω τα ‘Ζεστά Ποτά’), καθώς «με κούραζε» ήδη από τον τίτλο του (‘Τις Κυριακές Από Παιδί Τις Σιχαινόμουνα’), τόσο ως παιδί, όσο και ως ενήλικα αργότερα, όταν στοχευμένα τα είχα βάλει με την αφόρητα βαθυστόχαστη μουσική. Εδώ οι Κατσιμίχα διηγούνται μία γνήσια ιστορία αστικής μοναξιάς, η οποία περισσότερο «πάσχει» από ειλικρίνεια και απλότητα, παρά από επιτήδευση και κλάψα-για-το-τίποτα-και-τα-πάντα, όπως στις συνηθισμένες τους ιστορίες μοναξιάς.
Το παραπάνω πιθανόν να είναι μία ικανή ένδειξη για το ότι τα τραγούδια του πρώτου αυτού δίσκου των Αδερφών Κατσιμίχα δεν ολοκληρώνουν, εν είδη αποχαιρετισμού, αυτόν τον τριαντακονταετή κύκλο, μέσα από την επιλογή της επανηχογράφησης τους, με προσπάθεια ακριβούς αναπαράστασης των ηχητικών και τεχνικών συνθηκών του τότε (Ρασούλη απόντος, ασφαλώς), αλλά περισσότερο υπογραμμίζουν το άστοχο της κάθε επόμενης δισκογραφικής τους προσπάθειας, και ειδικά όσες εξ αυτών πέτυχαν (κατά μόνας ή σε σύμπραξη) να γιγαντώσουν την εμπορική τους απήχηση, και τελικά να τους ξεράσουν,ναυαγούς και κατακτητές ταυτόχρονα, σε μία αφόρητη εντόπια λαϊκότητα, που στην τελική ερώτηση ανάμεσα στην ποίηση και το ουίσκυ, δεν μπορούσε πλέον παρά να διαλέξει το δεύτερο. Και όταν απομακρύνθηκε από εκεί, αυτό που έμεινε και πάλι δεν έπεισε, στα όρια μιας επιτηδευμένα όψιμης επαναστατικότητας, αυτής ακριβώς που απουσιάζει με κομψό τρόπο από τα ‘Ζεστά Ποτά’, ακόμη και αν κάποιοι εκ παραδρομής και ανοήτως την αναγνώρισαν στο ‘Για Ένα Κομμάτι Ψωμί’.
Στο ερώτημα περί του που ανήκουν τελικά αυτά τα τραγούδια, στην παράδοση του μετα-χατζιδακικού ελληνικού τραγουδιού, σε μία ιδεατή μορφή ελληνικής pop, στην καθιέρωση της έννοιας του τραγουδοποιού, όπως οριοθετήθηκε, αλλά και υπομονεύτηκε, από τον Σαββόπουλο, ή τυχόν σε μία εύλογα καλουπωμένη αναδιατύπωση του ελληνικού ροκ και της σχέσης του με την έντεχνη και τη λαϊκή μουσική μας, η απάντηση δεν είναι τόσο δύσκολη όσο φαίνεται. Οι Αδελφοί Κατσιμίχα από τις πρώτες νότες, αλλά κυρίως από τη δηλωμένη ανάγκη να προσεγγίσουν με απόλυτη ευθύτητα το κοινό τους, στο ‘Παίξε Βραχνή Μου Φυσαρμόνια’ δηλαδή, είναι σαφές ότι απασχολούνται ευθέως με τη μαζική αποδοχή των τραγουδιών τους, και παράλληλα έχουν βρει (για πρώτη και τελευταία φορά, κατά την άποψη του υπογράφοντος) τον τρόπο να μην υποκύπτουν στις ανάγκες αυτής της μαζικότητας, αλλά να τις εφευρίσκουν και να τις επιβάλλουν οι ίδιοι.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως ό,τι εφευρέθηκε και επιβλήθηκε από τους Αδερφούς Κατσιμίχα, κυρίως σε επίπεδο αισθητικής καλλιέργειας των ακροατών τους, έφερε αποτελέσματα αντίστοιχης ποιοτικής αξίας αυτών των δέκα τραγουδιών. Σήμερα, είναι γνωστό ότι τα τραγούδια των Κατσιμιχαίων, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους το ότι δεν αφήνουν περιθώρια ερμηνειών και επεξεργασίας στους ακροατές, αλλά τους τα κάνουν όλα λιανά, και εν τέλει τους παραδίδουν μία από προψημένη έως μασημένη πρόταση ψυχαγωγίας με προεκτάσεις προβληματισμού, άνοιξαν επιτυχώς (και ατυχώς) το δρόμο για την επέλαση τόσο των τραγουδοποιών της εγχώριας μιζέριας, όσο και των Πυξ Λαξ και των κάθε λογής δορυφόρων αυτών, και συνολικά ξεκλείδωσαν μια και για πάντα την πόρτα ενός δήθεν άλλοθι στην αγριεμένα καψούρικη αισθητική του υπόλοιπου περιβάλλοντος, στο οποίο εξαναγκάζεται να επιβιώνει το εγχώριο ηλεκτρικό τραγούδι.
Καθότι σε αυτό το είδος (αν τυχόν υπήρξε ποτέ) είναι που εντάσσονται με τον πιο ομαλό τρόπο τα τραγούδια των Αδερφών Κατσιμίχα, στο ελληνικό ηλεκτρικό τραγούδι δηλαδή, με ιχνοστοιχεία εγχώριας ικανότητας για μία οιονεί μπλουζ κατασκευή, με την τελευταία έννοια να χρησιμοποιείται σαφώς με καθ’ υπερβολή δανεισμό, καθώς άλλωστε δεν επαληθεύτηκε ποτέ, ειδικά από τους ίδιους. Λίγα μόλις χρόνια από την κυκλοφορία αυτού του δίσκου, στο όραμα των Αδερφών Κατσιμίχα θα συμμετάσχει ο Γιώργος Νταλάρας, και έχω την αίσθηση ότι δεν έφυγε ποτέ από εκεί πέρα, ακόμη και όταν στην πραγματικότητα έπαυσαν τα μεταξύ τους πάρε-δώσε σε δισκογραφία και συναυλίες. Το ίδιο συνέβη σε κάποιες περιπτώσεις και με τα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου, τα οποία ενώ πήγαιναν να στήσουν ένα θεμιτό ηλεκτρικό τραγουδιστικό περιβάλλον, στα «άγια μουσικά μας χώματα», έρχονταν και πάλι ο Νταλάρας και το όλο πράγμα πήγαινε κατά διαόλου (ΟΚ, πλάκα κάνω, άλλωστε είμαι από αυτούς που πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ ο Νταλάρας, αλλά αυτοί που είχαν ενίοτε την ανάγκη του).
Οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας επιλέγουν να ηχογραφήσουν τριάντα χρόνια μετά, τα ίδια δέκα τραγούδια, με την ίδια ακριβώς σειρά, και στοχεύοντας στο να ακουστούν στα τέλη του 2015 (ΟΚ, καθυστερήσαμε λίγο με το review), όπως ακριβώς είχαν ακουστεί (και θριαμβεύσει) στο 1985. Η επιλογή αυτή, αν και σε πρώτο χρόνο προκαλεί διάφορα ερωτηματικά (ποια να είναι αυτά άραγε;) τους δικαιώνει απόλυτα. Πρώτον επειδή πετυχαίνουν ολοκληρωτικά τον στόχο των νέων ηχογραφήσεων, αλλά κυρίως επειδή με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνουν ότι ο ήχος που είχαν στο μυαλό και την ψυχή τους το 1985, μπορεί να έχει και πάλι κυρίαρχη θέση στο ελληνικό τραγούδι του σήμερα. Θα έπρεπε να έχει δηλαδή, καθότι στην πραγματικότητα μάλλον δεν το μπορεί και σίγουρα δεν θα το πετύχει.
Τα τραγούδια είναι μεθοδευμένα μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια, δεν χρειάζεται όντως να αλλάξει/ να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι, και συνεχίζουν να προκαλούν έως και δέος οι συναισθηματικές διακυμάνσεις με τις οποίες χτίζει τις κιθάρες του ο Γιάννης Σπάθας στον ‘Φάνη’, για παράδειγμα, όχι κυρίως για να αντιταχθούν με το μπουζούκι, που αποχωρεί πίσω τους, αλλά αυτόνομα για να παρακολουθήσουν με δραματοποιημένο, αλλά όχι δραματικό τρόπο, την ιστορία του αντι-ήρωα του τραγουδιού, ο οποίος τόσα χρόνια μετά παραμένει ρεαλιστικά μόνος του στις αφηγήσεις των Αδερφών Κατσιμίχα, οι οποίες σύντομα ξέπεσαν σε σαχλαμαρίζουσες επικλήσεις του τύπου ‘Μη Γυρίσεις’, αντί να πουν μια και καλή ‘Γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα’, αφού τελικά εκεί κατέληξε όλο αυτό το πράγμα, που ίσως και άθελα τους δημιούργησαν.
Το μοναδικό τραγούδι που είχε ακουστεί σαφώς αδύναμο στις πρώτες εκείνες εκτελέσεις, και το οποίο πάντως είναι η πρώτη σοβαρή ένδειξη για την αφόρητη σοβαροφάνεια στην οποία θα μας «ρίξουν» οι Κατσιμιχαίοι, από τον αμέσως επόμενο δίσκο τους, είναι το ελαφροϊσκιωτα αυτοαναφορικό ‘Τα Κορίτσια της Συγνώμης’, το οποίο από μόνο του αποκτά διάσταση και όγκο που δικαιολογεί το όλο εγχείρημα. Τα ‘Ζεστά Ποτά’ τριάντα χρόνια μετά συνεχίζουν να ανοίγουν με άκομψο τρόπο, που ακούγεται σαν να γράφτηκε για να καλησπερίζει τον κόσμο στις παραστάσεις, και να κλείνουν με το ίδιο αφελές anthem, χαρμάνι αγάπης, νοσταλγίας και αμπελοφιλοσοφίας, που έκλειναν και τότε, το οποίο πάντως πλέον ακούγεται ισοπεδωτικά ανεπίκαιρο, σχεδόν σαν να το εκδικείται η εποχή, κατά την οποία το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς για τη ζωή είναι ότι πρόκειται για μια τρέλα. Το ‘Ρίτα Ριτάκι’ παραμένει ατόφιο ασφαλώς, ανέγγιχτο από το χρόνο, τις πολλαπλές, αλλά και τις λάθος, χρήσεις, από οτιδήποτε κινδυνεύει να καταντήσει ανυπόφορο ένα εξαρχής αλάνθαστο τραγούδι. Μία εγχώρια casio pop στιγμή, για την οποία θα είμαστε πάντοτε σχεδόν περήφανοι, και όχι απλώς ευχαριστημένοι που έχει υπάρξει. Είναι δίσκος όχι αλάνθαστος, για τα υποκειμενικά κριτήρια του υπογράφοντος, αλλά από την άλλη δίσκος, που θα πρέπει μάλλον να το αναγνωρίσουν ακόμη και όσοι δεν τον υποφέρουν, που φτιάχτηκε (και την πρώτη και τη δεύτερη φορά) με τον απολύτως καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε να φτιαχτεί.
Αυτό όμως, θεωρώ, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία και που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα σήμερα, είναι ότι τα ‘Ζεστά Ποτά’ και ‘και τα δέκα’ (εννοώντας όλα) τραγούδια, που εμπεριέχονται σε αυτά, είναι τραγούδια που πρέπει να ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνον από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα. Ούτε καν από τον χαμένο τρίτο αδελφό τους, αν τυχόν υπάρχει. Τριάντα χρόνια τώρα τα τραγούδια αυτά υποφέρουν στα χείλη και τα χέρια φοιτητών, επίδοξων Κατσιμιχαίων, λαϊκοροκάδων, φοιτητών, ανοίγματος και κλεισίματος μπουζουκιών, αυτοδίδακτων κιθαρωδών, που δεν παίρνουν από λόγια και τους χρειάζονται πράξεις, φοιτητών, των Ονειράμα, ενοχλητικών με κιθάρες στις παραλίες, δήθεν αναθεωρητών τραγουδοποιών, σατυρικών και μη, φοιτητών και άλλων καθόλου συμπαθών τάξεων και παρατάξεων.
Η μουσική ως γνωστόν δεν είναι ούτε μία, και ούτε χωρίζεται σε καλή και κακή. Η μουσική και τα τραγούδια των Αδερφών Κατσιμίχα ερμηνεύονται από τους ίδιους με όλη την προσδοκώμενη εκφραστικότητα, αλλά και με το απαιτούμενο μέτρο για να μην καταστεί αυτή καρικατούρα. Κάθε τι άλλο πέραν αυτού περνάει στο όριο εκείνο μετά το οποίο γεννάται ζήτημα ποινικοποίησης της αισθητικής. Και αυτό υπογραμμίζεται με τον καλύτερο τρόπο από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Κατσιμιχαίοι, υπεύθυνοι πολλών τέτοιων οιονεί ποινικών αδικημάτων στην υπόλοιπη δισκογραφία τους, καταφέρνουν και επανεφευρίσκουν τους καλούς εαυτούς τους, χωρίς να χρειάζεται να επανεφεύρουν τα τραγούδια τους, αλλά απλώς και μόνο να ξαναβρεθούν με αυτά.
Κατά τα λοιπά, (δεν) προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις (τη συνήθη μία, του Φώντα Τρούσσα, με τον οποίο διαπιστώνω ότι συμφωνούμε διαφωνόντας), η εν λόγω κυκλοφορία αντιμετωπίζεται δελτιοτυπικά και με ατέρμονη επανάληψη των όσων αναφέρουν για αυτήν οι δημιουργοί της. Ενώ με αγωνία περιμένουμε τον πρώτο που θα γράψει «μετά από τριάντα χρόνια, ακόμη μας ζεσταίνουν την καρδιά».