The black tower
I see a white tower and I want it painted black. Του Άρη Καραμπεάζη
Έχω αφήσει δύο πολύ σημαντικές εκκρεμότητες από την εγχώρια δισκογραφική παραγωγή του έτους που άπαντες έσπευσαν να ξεπροβοδίσουν με χαρά, ελπίζοντας τάχα ότι αυτό που ήρθε θα είναι καλύτερο (χα,χα,χα!). Καίτοι αντιθετικά διαφορετικές, και οι δύο έχουν να κάνουν με το "μαύρο". Θα ξεκινήσω με αυτή για την οποία η φράση "με ξάφνιασε ευχάριστα" πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά με τέτοια ειλικρίνεια στην ιστορία της δισκοκριτικής και να εκφράσει τελικά την πραγματικότητα.
Ο Harry Elektron ήταν μέχρι πρόσφατα ο τελευταίος καλλιτέχνης σε μήκη και πλάτη του πλανήτη, που περίμενα ότι θα βγάλει κάτι που θα μου κινήσει το ενδιαφέρον, ευγενικά μιλώντας. Δεν έχω κάποιο λόγο να ισχυριστώ το αντίθετο. Τον θυμάμαι πριν σχεδόν δέκα χρόνια να εμφανίζεται support στο club του Μύλου, σε ένα όνομα του εξωτερικού που ήδη έχω ξεχάσει, και την πάρτη μου να μην αποφασίζει αν πρέπει να βάλει τα γέλια ή να πάει στην σκηνή και να τον κατεβάσει πάραυτα κάτω. Καλώς ή κακώς εκείνη η εμφάνιση του πολύ περισσότερο από το να μη μου αρέσει, με απώθησε, θα μπορούσα να πω ότι με ενόχλησε κιόλας. Δεν είχαμε κανέναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, αισθητικό, μουσικό ή οτιδήποτε άλλο. Για δέκα χρόνια τώρα τον αποφεύγω συνειδητά και νομίζω ότι έχω αποφύγει και ένα δυο live στα οποία άνοιγε και πάλι. Δεν κάνω πλάκα.
Μετά τις πρώτες ακροάσεις του Black Tower και προκειμένου να δικαιολογήσω την μεταστροφή της διάθεσης μου, βάλθηκαν (μάταια) να ψάχνω αν ο Harry άλλαξε/ ωρίμασε/ συμβιβάστηκε ή αν πάλι εγώ είμαι αυτός που εξελίχθηκα σε όλα αυτά τα χρόνια. Καμία σημασία δεν έχουν όλα αυτά βέβαια. Η ουσία του όλου πράγματος εντοπίστηκε στο ότι με το Black Tower ο Harry Elektron πιάνει από μία αόριστη άκρη ένα νήμα που είχε αφεθεί περιέργως μετέωρο, παρά την καταιγίδα αναβιώσεων, επανασυνδέσεων και λοιπών αναχρονισμών που μας ξεσήκωσε σε όλα τα 00s. Και σχεδόν επανενώνει τις χαμένες άκρες.
Αντιπαρέρχομαι τον όρο ρετρόνικα που διαβάζω στο δελτίο τύπου και στις δεκατρείς συνθέσεις του δίσκου, σε άρρηκτη σύνδεση με την εκπληκτικά εύστοχη και γενναιόδωρα λιτή παραγωγή, συναντάω αυτό που περίμενα να ακούσω ως τέταρτο κρίκο της αλυσίδας Residents - ZTT Records - Early 90s electronica. Στην τελευταία κατηγορία εντάξατε παρακαλώ μία σειρά ξεχασμένων από τον θεό σχημάτων του τύπου Fortran 5, Renegade Soundwave... και διάφορους άλλους τέτοιους που είδαν ένα υπέροχο μέλλον το οποίο τελικά δεν ήρθε ποτέ.
Σε αυτό το ηχητικό πλαίσιο, οι ηλεκτρονικές κατευθύνσεις του Black Tower είναι σχεδόν καθησυχαστικές, απολαυστικά οικείες και κάθε άλλο παρά αγχωτικές. Αν κάποιος αποφάσιζε να γυρίσει τα Κουρέλια για κάποια δήθεν χαμένη γενιά της δεκαετίας του '80, στον Harry Elektron έπρεπε να δώσει την εντολή για να γράψει το soundtrack. Σε αυτό το κλίμα πραγματεύονται με ατόφια ποιητικό τρόπο μονοκόμματες αλλά πάντα ολοκληρωμένες ιστορίες, αφήνονται να ακουστούν οι σωστές φράσεις πάνω στους σωστούς ήχους και τελικά στήνεται ένας δίσκος ο οποίος δεν κρύβει ότι χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια για να φτιαχτεί, χωρίς περιέργως να εμφανίζεται ίχνος περιττού στοιχείου από την υπερεργασία.
Στο 'Αν Ποτέ Σου' για παράδειγμα (για να μην τα πάρω και πάλι με τη σειρά όλα), ο Χάρη "ξεχνιέται" και ρέπει προς το αριστούργημα τόσο ολοκληρωτικά, που μέχρι και στην mainstream ελληνική pop του τύπου "από Μίκρο μέχρι Τσάτσου", δείχνει τον δρόμο που θα έπρεπε να έχει πάρει για να μην σπάει τόσα χρόνια τα μούτρα της. Μία εξαιρετική Doc Pomus & Mort Shuman στιγμή, με εγχειρίδιο χρήσης για το πως να μην καταλήξετε Καρβέλας!
Σε όλη τη διάρκεια και σε κάθε επόμενο τραγούδι, ο Χάρη εμπαίζει επάξια τον ακροατή του και εκεί που ο τελευταίος σπεύδει να τον ανακηρύξει ως τον απόλυτο Έλληνα Tom Waits, του κάνει νόημα να αφήσει τις σαχλαμάρες καθώς ήδη μπροστά του έχει τους Έλληνες Yello σε συσκευασία του ενός κ.ο.κ.. Την στιχουργική του, ως γνήσιο αποκύημα της ούτως ή άλλως περίεργης σκέψης του, θέλει ανοιχτό μυαλό για να την παρακολουθήσεις και αν τελικά φτάσεις ως το Cincinati Airport θα διαπιστώσεις ότι έχει ιστορίες βιωμένες, που όντως άξιζε να τις ακούσουμε. Λίγο παρακάτω θα διαλύσει κάθε υποψία λόγιας μεγαλοστομίας, επαναλαμβάνοντας όσο πρέπει την εξαιρετικά εύστοχη φράση "είναι Άνοιξη/ δεν με νοιάζει / ποιοι θα βγούνε στο κλαρί". Γενικώς ο Χάρη δεν παίζει να σε αφήσει σε χλωρό κλαρί, να σημειωθεί εμφατικά αυτό. Την προσοχή σου και την απαιτεί και την κερδίζει.
Σε πολλές από τις κιθάρες του δίσκου ξεχωρίζει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, η αύρα του Nolan Cook (τον λες μέλος, τον λες μόνιμο συνεργάτη των Residents) και σε κάποια τραγούδια τα τύμπαντα του Αλέξη Αποστολάκη, ενώ δύο φορές συνδράμει τον Χάρη στα φωνητικά η Κατερίνα Μακαβού. Συνήθως δεν αναφέρω κάτι τέτοιες πληροφορίες, αλλά θεωρώ ότι οι συμπράξεις και οι έστω και εφήμερες κοινοπραξίες σε αυτό τον δίσκο, έχουν πράγματι πάει την βασική ιδέα λίγο παρακάτω από εκεί που θα μπορούσε να πάει κατά μόνας.
Για να τραβήξει την προσοχή πάνω του το Black Tower θα μπορούσε να διεκδικήσει σχεδόν αποκλειστικά τον τίτλο του εγχώριου avant αριστουργήματος, που μας έλειπε για χρόνια, σκεπτόμενος όμως ότι κάτι τέτοια μεγαλεπήβολα ίσως και να απομακρύνουν κάποιους από το να τους επιτρέψουν να πλησιάσουν, λέω να το αφήσουμε στην άκρη τελικά και να ψάξουμε άλλους τρόπους για να φτάσει αυτός ο φύσει και θέσει off broadway δίσκος σε όσους περισσότερους γίνεται.