O Γερμανός Volker Bertelmann ταξίδεψε ως την Oυαλία και εγκαταστάθηκε στο στούντιο του φίλου του Adam Fuest, μέσα στα άγρια βουνά και τα ξωτικά που τα στοιχειώνουν. Με κύριους συντρόφους το πιάνο και το labtop του, έγραψε τα έντεκα κομμάτια του 'Substantial' στηριζόμενος απλώς πάνω σε μια αρχική ιδέα και στην έμπνευση. Oι ολοκληρωμένες συνθέσεις αναπτύχθηκαν και ηχογραφήθηκαν με βάση τον αυτοσχεδιασμό.
Tο τι μένει στον ακροατή έπειτα από 37 λεπτά πιανιστικής ακρόασης είναι θέμα συζήτησης. Η διάθεση του Bertelmann είναι μελαγχολική και το 'Substantial' ηχεί σαν το soundtrack κάποιας λυπητερής θεατρικής πράξης. Αν και οι συνθέσεις βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, ο τρόπος παιξίματος και η αισθητική είναι πολύ πιο προσιτά από όσο υποπτεύεται κανείς. Δεν υπάρχουν ιδιωματισμοί, εκρήξεις ή παραφωνίες. Πουθενά δε συναντάται ένα peak, κάτι που να ξεχωρίζει από το σύνολο. Κάπου κάνει την εμφάνισή του ένα διπλό μπάσο, κάπου αλλού ένα βιμπράφωνο αλλά ποτέ δεν υπερισχύουν του πιάνου. Όλες οι συνθέσεις μοιάζουν μεταξύ τους και μια προσεκτικότερη ακρόαση ίσως αναδείξει το 'Wait' ως την πιο αξιοπρόσεκτη, τη μοναδική κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται αισθητή μια αίσθηση avant garde ή πειραματισμού.
Ο Volker Bertelmann καταφέρνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα κι αυτό αποτελεί πλεονέκτημα. Η ομοιομορφία του άλμπουμ (της παραγωγής;) πιστεύω ότι τον αδικεί. Δεν ταιριάζει και το κλίμα του με την εποχή - το Substantial είναι ένα μουντό χειμωνιάτικο άλμπουμ.