Uinuos Syomein Sota
Αν ποντάρουμε, κρίνοντας από το όνομα, σε μαυρομεταλλικά παγερά τοπία, σκοτεινά δάση και επικούς μύθους, πόσες πιθανότητες έχουμε να πέσουμε έξω; Της Ελένης Φουντή
Ποια είναι η πιο επική σκηνή που θυμάστε από τη fantasy λογοτεχνία; Η συνάντηση του Kaladin και των αντρών του Bridge Four με τον Dalinar στο “The Way Of Kings” του Brandon Sanderson; Η τελευταία αντίσταση του Χούορ και του Χούριν στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων στο “Silmarillion” του Τόλκιν; Όποια και να είναι, ο φετινός τρίτος δίσκος των Φινλανδών black metallers Havukruunu στέκεται δίπλα της ως πανάξιο soundtrack.
Αν και φαινομενικά στρυφνή, η πλέξη του black metal με το επικό στοιχείο σε εμένα προσωπικά ακούγεται ιδιαίτερα αρμονική, ίσως επειδή ο κοινώς εννοούμενος ετερόκλητος χαρακτήρας της μουντάδας του black και της λαμπρότητας του epic, στα δικά μου αυτιά ηχεί περισσότερο ως αντίρροπος. Η ωμότητα εξισορροπείται από τον όγκο, το είδος επεκτείνεται, τα όρια δοκιμάζονται, ενθουσιασμός στο ακροατήριο (ναι, είμαι ρεφόρμα). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα το ιδίωμα ανθεί με πραγματικά σπουδαίους δίσκους, όπως ενδεικτικά των Caladan Brood, των Obsequiae πέρυσι και φέτος των Feminazgul.
Σε αυτό ακριβώς λοιπόν το κλίμα, οι Havukruunu συνεχίζουν τη φινλανδική black metal παράδοση των θλιμμένων μελωδιών και παγερών τοπίων, ενσωματώνοντας όμως τη folk/viking αισθητική και ισόποσες δόσεις κλασικού heavy metal (ρίχνω σπόιλερ χωρίς έλεος περί του ότι ριφ και σόλα σκοτώνουν και είναι βγαλμένα από ένα εντελώς 80s αναλογικό φαντασιακό) με παγανιστικό υπόβαθρο σε τέτοια κλίμακα και ένταση, που δεν είναι πάντα σαφές ποιο είναι το προεξάρχον στίγμα, το μαυρομεταλλικό ή το επικό δηλαδή. Και όλο αυτό λειτουργεί. Δεν είναι ένα ασυνάρτητο ή ασύνδετο σχήμα, ούτε πετάγεται ο ήχος σαν μελισσούλα από ιδίωμα σε ιδίωμα και ό,τι μέλι βγει. Είναι όλα όπως πρέπει.
Σε σχέση με τις προηγούμενους κυκλοφορίες της μπάντας, δεν θα ‘λεγα πάντως ότι το “Uinuos Syomein Sota” καινοτομεί ιδιαίτερα υφολογικά. Η βασική συνταγή είναι και πάλι η ίδια. Όμως ο 80s χαρακτήρας στα σόλα και τα ριφ είναι πολύ πιο τονισμένος εδώ, ιδίως στα ριφ, με αποτέλεσμα αυτή την περίεργη (αλλά ωραία!) αμφισημία. Αλλού ακούς τυπική μελαγχολική, πνιγηρή, κατάμαυρη Φινλανδία, αλλού νομίζεις ότι βλέπεις τον Adrian Smith με κορδέλα στα μαλλιά και περικάρπιο (το σόλο στο τέταρτο κομμάτι “Pohjolan Tytär” μου θυμίζει λίγο το “Paschendale”, γι’ αυτό) και αλλού τους Manowar. Ωστόσο η βασικότερη επιρροή είναι βέβαια οι Bathory.
Επίσης, οι παγανιστικοί ψαλμοί και τα ακουστικά/φολκ περάσματα προσεγγίζονται από μία σκοπιά μεγαλείου που ίσως δεν ήταν τόσο ευδιάκριτη στους προηγούμενους δυο δίσκους. Η επική διάσταση εδώ είναι σαφώς πρωταγωνίστρια, το ίδιο και η μελωδία και επειδή και η παραγωγή βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος, καθώς ο ήχος είναι αισθητά πιο καθαρός και ισορροπημένος από ό,τι στις προηγούμενες δουλειές, υποθέτω ότι είναι συνειδητή επιλογή της μπάντας να δώσει έμφαση στον πλούτο και το εύρος των μουσικών της αναφορών. Εννοείται ότι αυτή η στροφή είναι εις βάρος της συνήθους ζοφερότητας που διέπει το black metal και, για να προλάβω τις γκρίνιες των πούρων φίλων του είδους, προειδοποιώ ότι στο τέλος των προσθαφαιρέσεων φωτός/σκότους έχουμε τελικά ένα ανεβαστικό άλμπουμ. Αν λοιπόν δεν δέχεστε εκπτώσεις στο έρεβος, ακούστε καλύτερα κάτι άλλο. Διαφορετικά, ακονίστε σπαθιά και φύγαμε για μέρη πολύ πέρα από τη Μίνας Μόργκουλ. (Μην περιμένετε α λα Summoning ατμόσφαιρα. Οι ίδιοι οι Havukruunu, όταν ρωτήθηκαν σε ποιο μέταλ ιδίωμα να τους καταχωρήσουμε, είπαν “heavy metal”, τρέχα γύρευε δηλαδή).
Ο δίσκος ανοίγει με πολεμικούς ψαλμούς και κλείνει αναπάντεχα ψυχεδελικά (εν τω μεταξύ δεν υπάρχει ψήγμα ψυχεδέλειας μέχρι τότε). Παρά τα γλωσσικά σύνορα (για μένα τουλάχιστον, γιατί από suomi ούτε γρι) καταλαβαίνεις τη σύνδεση με τους θρύλους και τις τοπικές δοξασίες και η αλληλουχία των κομματιών δημιουργεί αφήγημα και συναισθήματα. Ενδιαμέσως παρελαύνουν πανάρχαιες μυθικές δυνάμεις, σούπερ catchy ζωηρές κιθάρες (όπως πχ στο σχεδόν ανθεμικό “Kunnes Varjot Saa”), καλπασμοί, μελωδίες μεϊντενικού επιπέδου, μαυρομεταλλικές κραυγές αλλά και clean vocals (από τα μεγαλύτερα ατού του δίσκου ο συνδυασμός), για τον Adrian Smith τα είπα πριν, λυρικά ακουστικά μέρη, τσέλα, καταιγιστικά σόλα, παγανιασμένες φωνές, το πνεύμα του Quorthon και πάνω που νόμιζα ότι έχω πλέον αποκωδικοποιήσει το απολαυστικό μουσικό κράμα των Havukruunu, πετάνε και μια α λα Mercyful Fate “A Dangerous Meeting” εισαγωγή στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου “ Tähti-Yö Ja Hevoiset”. Όπα! Πάμε τελείως αλλού τώρα όμως και πριν προλάβω να το επεξεργαστώ αυτό, ανοίγουν και το παράθυρο στην ψυχεδέλεια και φεύγουν, στο δρόμο του Κόναν του Κιμμέριου λοξοδρομώντας προς ομιχλιασμένα δάση και δαντελωτά φιορδ.
Σας μπέρδεψα; Τέλεια! Βάλτε να ακούσετε να ξεμπερδευτείτε αμέσως.