Μέρες Οργής
Οι μέρες οργής της πραγματικής ζωής δίνουν ατελείωτο καύσιμο για εκτόνωση δημιουργικής έκφρασης. Το πανκ εδώ είναι το μέσο (αλλά και το μήνυμα). Μαζί με μια ετεροχρονισμένη δικαίωση... Του Αντώνη Ξαγά
Κρίση, εξόντωση, εφιάλτης, φόβος, μίσος, ψυχαναγκασμός, λαιμαργία, καταστροφή, διαστροφή, συντρίμμια, χάος, θρήνος, θάνατος, τρόμος, τοξικό μέλλον, χαμένα όνειρα, συνέχεια άγχος, φαύλος κύκλος, μηδέν μέλλον.
Λέξεις άτακτα και σκόρπια ερανισμένες από τον προκείμενο ντεμπούτο δίσκο των Hekátē (προσοχή και στους τόνους, τις διακρίνουν κιόλας από τους ομόηχους Γερμανούς neofolk Hekate), ο τίτλος του δίσκου έρχεται να επισφραγίσει την δυσοίωνη ατμόσφαιρα, όντας και πέρα από το προφανές μήνυμα μετάφραση-παραπομπή του καθολικού εκκλησιαστικού ύμνου «Dies irae», γραμμένου τον 13ο αιώνα ως ένα είδος memento mori και μια απειλητική υπόμνηση για τον οργισμένο Θεό που περιμένει εμάς τους αμαρτωλούς την ημέρα της έσχατης κρίσης. Πριν φτάσουμε ωστόσο στην μακρινή (φαντάζομαι) αυτή ημέρα, έχουμε κάμποσες άλλες κρίσεις να αντιμετωπίσουμε, μόλις καβατζάραμε το «σωτήριο έτος «ΜΜΧΧ» (όπως τιτλοδοτείται κι ένα κομμάτι του δίσκου) και ατενίζουμε το MMXXI με την αισιοδοξία του «να δεις τι σου ‘χω για μετά» (όπως είχαν τραγουδήσει κάποτε, τα «καλά χρόνια» οι Μαχαιρίτσας και Β. Παπακωνσταντίνου).
Λέγεται και ξαναγράφεται σε σχεδόν στερεοτυπική επανάληψη τα τελευταία χρόνια, σε διάφορα κόντεξτ και πριν καν επιπέσει επί των κεφαλών μας ο κορονογιός, ότι για πρώτη φορά προβλέπεται η επόμενη γενιά να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Αν το εξετάσουμε βέβαια καλύτερα, και προσπερνώντας τον αστήρικτο ιστορικό ντετερμινισμό που υποκρύπτεται μαζί με μια σχεδόν θεολογική-τελεολογική πίστη στην «ανάπτυξη» και την πρόοδο του ανθρώπινου είδους, ποτέ δεν υπήρξε στην Ιστορία μια τέτοια θετική γραμμικότητα. Τούτη η αισιόδοξη προσδοκία όμως αποτέλεσε την καταστατική μεταπολεμική συνθήκη του Δυτικού Κόσμου, και πιο συγκεκριμένα της Δυτικής Ευρώπης μετά το σοκ και το ρημαδιό (υλικό και ηθικό) που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, σε αυτή τη βάση τέθηκε το «ποτέ ξανά», στήθηκαν κοινωνικά δίχτυα προστασίας και η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη επέβαλε συνειδησιακά το δεδομένο του εν λόγω στερεότυπου δίκην κοινωνικού συμβολαίου. Οι πρώτες τρύπες που εμφανίστηκαν με την πετρελαϊκή κρίση του ’70 και αργότερα ξεχείλωσαν με την (νεο)φιλελεύθερη επέλαση των 80s και των 90s οδηγώντας στην παταγώδη και αδικαίωτη ακόμη κατάρρευση του ’08. Κι αν με πολύ έγκαιρο τρόπο το πανκ, λειτουργώντας και ως ένα είδος κοινωνικού θερμομέτρου, διακήρυξε για πρώτη φορά το «no future», έστω κι αν μέσα στην επίπλαστη ευημερία των επόμενων χρόνων αυτή η μηδενιστική κραυγή έμεινε περισσότερο ως σύνθημα, στις μέρες τούτη η απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στο μέλλον (πέραν ασφαλώς της υπερδραματοποίησης η οποία υπήρξε ανέκαθεν νεανικό χαρακτηριστικό) μοιάζει να έχει εμπεδωθεί, να έχει γίνει βιωμένη πραγματικότητα. Οικονομικός μαρασμός, ανεργία, μπατσοκρατία παντού, βιοπολιτική πειθαρχία, πατριαρχική επιβολή, οικολογική υποβάθμιση, ΤΙΝΑ ολοκληρωτισμός, υπαρξιακό άγχος… Ποιος αναρωτήθηκε αν υπάρχουν λόγοι για να οργιστεί κανείς;
Οι «Μέρες οργής» είναι ακριβώς μια ηχητική αποτύπωση όλης αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, σε κάθε επίπεδο, στιχουργικό και μουσικό, όπως ειδικά βιώνεται στις χαμστερικές συνθήκες του μεγάλου «κλεινού» άστεος. Το δηλώνουν οι Hekátē και στις σημειώσεις του δίσκου (ο οποίος σημειωτέον κυκλοφορεί και σε βινύλιο από την La Vida Es Un Mus, εταιρεία γνωστή στον χώρο κυρίως του hardcore punk): «μία ανάγκη να εκφράσουμε τον ζοφερό και αγχωτικό τρόπο ζωής της Αθήνας», μια καταπολέμηση του μέσα από την ομοιοπαθητική του έκφραση (αυτό δεν κάνει άλλωστε η Τέχνη;). Και το καταφέρνουν αυτό, τα αυλάκια του δίσκου είναι πηγμένα στο στρες, αναδίδουν μια πνιγηρή αίσθηση, τα σύνθια ακούγονται σαν σειρήνες μέσα στην νύχτα, η οργή εκφέρεται σε φωνητικά έντονης συναισθηματικής εκφραστικότητας που μεταδίδουν το αίσθημα του κατεπείγοντος και του επιτακτικού (άκου π.χ. τον «Ψυχαναγκασμό») αλλά και μια υποδόρια μελαγχολία (όπως συμβαίνει στο «Καταραμένο σύνδρομο» με τις Creep αναφορές, το πιο σπουδαίο κομμάτι του δίσκου από κάθε άποψη). Η στιχουργική είναι δίγλωσση, υπάρχουν και κομμάτια στα αγγλικά τα οποία ωστόσο, όσο καλοεκτελεσμένα και ορθής προφοράς κι αν είναι, όσο να ‘ναι αμβλύνουν το μήνυμα.
Ο δίσκος κλείνει με το κομμάτι «Αθήνα», σαν σχόλιο ή σαν σύνοψη, ένα εξαιρετικά φτιαγμένο κολλάζ από ηχογραφήσεις πεδίου, όπου μπλέκεται το «Χθες το βράδυ στο σκοτάδι» του Μάρκου με την αστική ηχητική μπάντα του ασύρματου της αστυνομίας να αντηχεί στα στενά, τις φωνές των διαδηλωτών, τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης και μια γραφομηχανή να καταγράφει πυρετωδώς, κλείνεις τα μάτια και βρίσκεσαι στους απαγορευμένους νυχτερινούς δρόμους της πόλης τους κατειλημμένους από τους πραιτοριανούς του καθεστώτος, κάπου όμως σίγουρα στα τρίστρατα θα κυκλοφορεί και η κόρη της νύχτας, η Εκάτη (η αποκαλούμενη και «νυκτερία» και «ενόδια») με μαχαίρια και πυρσούς, ταραχοποιός και τριπρόσωπη. Οι σύγχρονες Hekátē βέβαια δεν είναι 3 αλλά 4, και θα ήταν επιδεικτικός τουκανισμός να μην αναφέρουμε ότι και οι τέσσερις είναι γυναίκες (Χαρά, Λυδία, Βίκυ και Ίριδα), εγγραφόμενες έτσι σε μια ιστορική συνέχεια η οποία στα μέρη μας ξεκινά στα βαθιά 60s και τις Girls, περνώντας από τα 80s και τις Nonmandol, αργότερα τις Astarte, μια ολόκληρη γενεαλογία αφανών ηρωίδων οι οποίες με την επιρροή και των έξωθεν καινών δαιμονίων των riot grrrl διεκδίκησαν ορατότητα αλλά και το κυριότερο δημιούργησαν χώρο για την έμφυλη απαλλαγμένη από αρσενικούς μέντορες έκφραση στην ελληνική μουσική πραγματικότητα. Ποτέ δεν ήταν εύκολο το εγχείρημα, ούτε φυσικά στον γεμάτο τεστοστερόνη του πανκ, όχι πάντα ιδιαίτερα ανεκτικό στις «άλλες ταυτότητες», όπου οι γυναίκες έπρεπε (και κατά βάση πρέπει) να καταβάλουν διπλάσια προσπάθεια για την αποδοχή (και ειδικά όταν δεν γίνονται «μετανάστριες» του φύλου τους, μιμούμενες δηλαδή ανδρικούς κώδικες ενδυματολογικά και συμπεριφορικά). Όσο κι αν αυτή η «αορατότητα» (όπως σημειώνει και ο Γιάννης Κολοβός στην μελέτη του για πανκ σκηνή της Αθήνας 1979-2015 «Κοινωνικά Απόβλητα;») δεν έχει σχέση μόνο (ή τόσο) με μια πραγματική πραγματικότητα (sic) αλλά και με την «ιστορική καταγραφή των δρώμενων της σκηνής».
Η σημερινή πανκ σκηνή, στην οποία ανήκουν και οι Hekátē (και σαν νοοτροπία περισσότερο), είναι σαφώς πιο ευρεία και πολύ πιο ανοιχτόμυαλη από εκείνη των ημερών των προπατόρων (και προμητέρων;). Και ο ήχος τους επίσης είναι πιο ευρύς, εμπεριέχει κατά μία… ακροβασία της θεωρίας των συνόλων το ποστ-πανκ με το βαρύ του μπάσο αλλά και την new wave ρυθμολογία με garage νύξεις, αν αναζητήσουμε ειδολογική κατάταξη ο όρος synth punk είναι ακριβής και περιγραφικός, ένας δρόμος τον οποίο στα μέρη μας ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια πλειάδα σχημάτων από τους ΟΔΟΣ 55 και τους Regressverbot έως τους Γεμάτος Αράχνες, Ρε Φίλε! και τους Dramachine όπου το κάποτε καταραμένο σύνθι αποτελεί την συνθετική κινητήρια δύναμη ενώ πολλές φορές το όργανο-φετίχ του χώρου, η κιθάρα, απουσιάζει εντελώς (όπως συμβαίνει και στις Hekátē), χωρίς πλέον κανείς να ξιπάζεται ή να εξοργίζεται. Ενός λεπτού σιγή και περίσκεψη στο σημείο αυτό για να αναλογιστούμε πόσο καταφρονέθηκε αυτό το είδος (και όχι μόνο στην «καθυστερημένη» ελληνική κατάσταση, ας θυμηθούμε την υποδοχή που επιφυλάχτηκε στους Suicide π.χ.), σχήματα-ανορθογραφίες όπως οι Χωρίς Περιδέραιο (και λιγότερο οι Αντί) έγιναν δεκτά στον καιρό τους με χλεύη, καταφρόνια, βρισιές και ιπτάμενα μπουκάλια. Έπεσα τυχαία αυτές τις ημέρες σε μια συνέντευξη του Γιάννη Ντρενογιάννη από το Rollin Under τεύχος του Μαΐου του 1990, όπου ανέφερε για τους Χωρίς Περιδέραιο: «παρότι όλοι τους κράζουνε και όλοι θεωρούν την περίπτωση των ΧΠ εντελώς μαλακισμένη, εγώ πιστεύω ότι ο Νίκος Αγγελής ήταν πολύ σημαντική ιστορία, και ο δίσκος που έγινε, χωρίς να είναι καλός, είχε ωραία ψήγματα μέσα του. Ο στίχος και ο τρόπος που αντιμετώπιζε την μουσική ήταν πολύ καλά». Έκτοτε τα χρόνια πέρασαν, οι απόψεις άλλαξαν, και ο συγχωρεμένος πια Αγγελής πρόλαβε τουλάχιστον να δοκιμάσει το κρύο και πικρό πιάτο της εκδίκησης, να γνωρίσει μια ετεροχρονισμένη σχεδόν αποθεωτική αποδοχή και να ακούσει τον ήχο του τότε να βγάζει βλαστάρια ζωηρά στο Σήμερα. Μια ιστορική εξέλιξη η οποία είναι ίσως μάθημα για κάθε δημιουργό, όσο «περιθωριακός» κι αν είναι, όση αποδοχή κι αν (δεν) έχει, ότι μια σπίθα μπορεί να φυσήξει και να ταξιδέψει μακριά, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο…
Το «Μέρες Οργής» έχει ωστόσο το δυναμικό να ακουστεί και σε εγγύτερο και πιο άμεσο ορίζοντα, ας είμαστε αισιόδοξοι. Κι αν στον δίσκο με όλο αυτό το σκοτεινό κλίμα θα μπορούσε κάλλιστα να μπει μια προμετωπίδα ανάλογη με εκείνη της… δαντικής κόλασης, «την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε», ελπίδα υπάρχει, χωρίς να αρχίσουμε τα άσφαιρα ad nauseam ευχολόγια που συνηθίζονται από δεκαετίας για τα σχήματα της ελληνικής σκηνής, εν προκειμένω μοιάζει να υπάρχει στέρεη βάση, δημιουργική ζέση και σημαντικό περιθώριο τεχνικής βελτίωσης, ειδικά αν ξεπεραστεί η κατάρα της μη-συνέχειας και συνέπειας και της ατομικιστικής εποχής που δεν ευνοεί τα συλλογικά εγχειρήματα. Και να ακούσουμε την μετουσίωση της οργής σε κάτι ακόμη πιο δημιουργικό. Γιατί η οργή, όντας από τα πιο πρωτογενή ανθρώπινα αισθήματα έχει μεν ως καύσιμο υψηλή ενεργειακή απόδοση όπως θα λέγαμε στην Χημεία, ωστόσο η προωθητική της δύναμη εκτονώνεται κι εξαντλείται έντονα μεν, γρήγορα δε…