Arriving angels
Μια τσελίστρια που προτιμάει τους Neurosis απ' τον Bach. Του Αντώνη Ξαγά
Κάποτε ήταν ένας Μπαχ εκείνος που από τους πρώτους έθεσε τα όρια και τις ηχητικές δυνατότητες του (βιολον)τσέλου ως σόλο οργάνου, εκεί πίσω στον μακρινό 17ο αιώνα. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι της ιστορίας και αυτά τα όρια έγιναν πραγματικό ...(μπάχ)αλο. Στον ριζοσπαστικό 20ο αιώνα το τσέλο βρήκε κάθε είδους χρήση, κάθε τύπου σύντροφο, μπήκε σε ορχήστρες και συγκροτήματα, από μπα-ρόκ βρήκε θέση και στο ροκ, άλλοτε σαν φιγουρατζίδικο συνοδευτικό (έχει κι ένα σεβαστό μέγεθος άλλωστε!) και άλλοτε σαν ουσιαστικός κινητήρας της μελωδίας (θυμάστε το "Eleanor Rigby";), ο δικός μας ο Νίκος Βελιώτης έφτασε να το κάνει σκόνη και θρύψαλα (κυριολεκτικά!) Τα όρια φαίνεται ότι όλο και μετατοπίζονται προς τα ...άκρα.
O δίσκος "Arriving angels" είναι κατ' ουσία αυτή (Alison Chesley), αυτός (ο ντράμερ των Neurosis Jason Roeder σε τέσσερα κομμάτια) και το τσέλο. Η Chesley λοιπόν, είναι από το LA, κλασικά σπουδαγμένη τσελίστρια η οποία ξέφυγε από την προδιαγεγραμμένη της ωδική πορεία, κάπου έμπλεξε με τους ροκάδες, συνεργάστηκε με έναν σωρό κόσμο (και Anthrax και Broken Social Scene και Bob Mould και ... και ...), κάποια στιγμή αποφάσισε να υπηρετήσει το δικό της μουσικό όραμα, υπό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Helen Money έχει ήδη δύο άλλους δίσκους. Δηλώνει ότι της αρέσει η παραμόρφωση, τα πολλά πετάλια (shoegazing;), το τσέλο της να μην ακούγεται σαν τσέλο, θέλει να βγάζει μουσική η οποία να σε αγγίζει στο βασικό σπλαγχνικό επίπεδο. Και φυσικά θέλει και αυτή να παίζει με τα όρια...
Μετά από όλα αυτά, που τοποθετείται "χωρομουσικά" το "Arriving angels"; Με ένα πρώτο άκουσμα διαπιστώνεις ότι σίγουρα πατάει στα χωράφια του μέταλ. Μέταλ και τσέλο θα μου πείτε, δοκιμασμένος συνδυασμός, εδώ και πολλά χρόνια το μέταλ (λοξο)κοιτάζει προς την κλασική, αυθόρμητα έρχονται στο νου οι Apocalyptica (θυμάστε κι έναν δίσκο με τυμπανιστή τον Slayer Lombardo;). Καμία σχέση όμως με την λαϊκή ορθοδοξία των Φινλανδών. Ο Απόστολος Βαρνάς το χαρακτήρισε μέταλ δωματίου, και πράγματι είναι πιο κοντά στις βαριές συχνότητες του doom, σε στιγμές όμως βγάζει μια ωμή υπόγεια επιθετικότητα, οπότε γιατί όχι και πανκ δωματίου; Από την άλλη οι εξάρσεις και οι νηνεμίες μας παραπέμπουν στους κώδικες του post rock, οι περιοδικές επαναλήψεις δείχνουν ότι έχει μελετήσει καλά τους μινιμαλιστές συνθέτες, ο ήχος θυμίζει πολλά ακούσματα του πειραματικού avant-gard χώρου, υπάρχει όμως και μία διασκευή από το ρεπερτόριο του τζαζ κιθαριστή Pat Metheny. Μέσα σε όλα, να κι ένας Albini σαν παραγωγός (εντάξει, εντάξει, μηχανικός ήχου). Συμπέρασμα από το μπέρδεμα; Όπως πάντοτε συμβαίνει σε ανάλογες τέτοιες περιπτώσεις, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μοναδικό και ανοιχτό σε ερμηνείες μείγμα...
Μία από τις επιτυχίες του δίσκου είναι ότι αποφεύγει την παγίδα της αυτο-αναφορικότητας. Ως γνωστόν (ας μη θίξουμε γνωστά ονόματα και οικογένειες), οι μονο-οργανικοί δίσκοι παιγμένοι από βιρτουόζους σολίστες εύκολα χάνουν το μέτρο ξεπέφτοντας ενίοτε σε επιδείξεις αυτοθαυμασμού και φιλάρεσκου ναρκισσισμού. Γιατί η δημιουργία προϋποθέτει μεν την τεχνική αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της.
Από την άλλη η δημιουργική προσέγγιση που υιοθετούν οι Helen Money διεκδικεί την αυτονομία της, ο (αυτο)σκοπός σε αυτό τον δίσκο δεν είναι να ακουστεί το τσέλο "σαν κιθάρα", σαν ένα υποκατάστατο δηλαδή, κάτι σαν τα ...μπιφτέκια από σόγια των γιαλαντζί χορτοφάγων που πρέπει να είναι "σαν κρέας". Και παρόλο που σίγουρα πρόκειται για έναν δοκιμιακό, μελετημένο δίσκο, η μουσικότητα δεν θυσιάζεται στο βωμό της όποιας άσκησης ύφους. Αν και μια επιτυχημένη άσκηση ύφους μπορεί να έχει ένα ύψιστης αισθητικής αποτέλεσμα. Κι ας έχει περάσει στην ...μουσικοκριτική αργκό σαν κάτι το εξ ορισμού κατακριτέο (α ρε Ρεϋμόνδε Κενώ).
Ακούμε για παράδειγμα το σπουδαίο "Upsetter", στο οποίο από την πρώτη δοξαριά υποβάλλει ένταση, με την οποία χτίζει μεθοδικά και σε στρώματα μια σκοτεινή αλά θρίλερ ατμόσφαιρα, νιώθεις να συντονίζεται μέσα σου μια μυστική χορδή (το σπλαγχνικό που φιλοδοξούσε και η ίδια!), συγχρόνως φαντάζεσαι το δολοφόνο να παραμονεύει στην κάθε επόμενη γωνία (ή και στο ασανσέρ αν θέλετε). Σε άλλες στιγμές, όταν αφήνει τα χαλινάρια πιο ελεύθερα, η ένταση θρασομανά και ορμά μαύρη σαν κατράμι, οι τέσσερις χορδές του τσέλου υποφέρουν, μέσα στην αναμπουμπούλα καταφθάνει και το ιππικό των ντραμς σε καίρια μελετημένες στιγμές. Γρήγορα όμως η κατάσταση καταλαγιάζει, επιστρέφει στους σαφώς πιο εκφραστικούς χαμηλούς τόνους. Κάπου εμφανίζεται άπαξ και ένα μοναχικό πιάνο...
Εν τω μεταξύ, καμιά φορά αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Ιωάννης Σεβαστιανός εάν ζούσε στους καιρούς μας...