Orpheus vs the Sirens
«O Ησίοδος έξυσε το μούσι του. Τότε, στον καιρό του, δεν μπορούσες να είσαι σοφός άμα δεν είχες μούσι. Σήμερα άμα έχης μούσι είσαι ή τουρίστας ή μοντέρνος ή της καρπαζιάς» Ή και χίπστερ, θα συμπλήρωνε αν έγραφε σήμερα ο Νίκος Τσιφόρος. Λίγο άσχετος φαινομενικά ο πρόλογος, αλλά σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει πιο ταιριαστή εισαγωγή για έναν τέτοιο δίσκο από τις πρώτες φράσεις της σπαρταριστής «Ελληνικής Μυθολογίας».
Ξεφυλλίζοντας την οποία, φτάνεις κάποια στιγμή προς το τέλος στον μύθο του Ορφέα, του «Ορφέα από την Θράκη που δεν είναι απόλυτα Ελλάδα, μια χώρα βόρεια, σκοτεινή, μυστηριώδης και απροσπέλαστη» (κρύβε λόγια Νικόλα, αρκετά μπλεξίματα έχουμε με την Μακεδονία «μας»), που «κατέβηκε σαν δημιουργημένος μύθος στην Ελλάδα κατά τον 6ο π.χ. αιώνα», κι έκτοτε η ιστορία του ρομαντικού λυράρη που οι αρμονίες του εξημέρωναν και τα πιο άγρια θηρία (τους ανθρώπους δηλαδή), ο δραματικός του έρωτας με την Ευρυδίκη που τον έφτασε μέχρι τον Άδη κι έκανε και τους θεούς να κλάψουν με τον θρήνο του, το ταξίδι και οι περιπέτειες του με τους Αργοναύτες, όλα έγιναν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, έκαναν καλλιτεχνικές φαντασίες να φτερουγίσουν, έδωσαν έμπνευση σε ένα σωρό ανθρώπινες δημιουργίες σε κάθε τομέα, από την ζωγραφική, την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο (να θυμηθούμε τον δικό μας Νικολαΐδη και την «Ευρυδίκη Β.Α. 2037»), και ασφαλώς την μουσική, όπου αξίζει μνημονεύσουμε την διάσημη όπερα του Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη», το ομώνυμο μπαλέτο του Στραβίνσκυ, αλλά και το περίφημο σάουντρακ των Jobim και Bonfa για την φοινικοστεφανωμένη ταινία του Μαρσέλ Καμί «Orfeu Νegro» όπου ο Ορφέας έχει ...μαυρίσει και η ιστορία του έχει μεταφερθεί στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Στην μακρά αυτή αλυσίδα μπορούμε πλέον να προσθέσουμε και τον δίσκο αυτό, όπου ο Ορφέας διακτινίζεται (πάλι σε μαύρο χρώμα) στο Μπρούκλυν του Μεγάλου Μήλου. Όχι όμως στο λαμπερό και μποεμικό Μπρούκλυν της σύγχρονης καλοζωισμένης «εναλλακτικής» ελίτ, αλλά στο σκληρό Brownsville, με την σκληρή φτώχεια, τα σκοτεινά βρώμικα δρομάκια, την βία, τις αιματηρές συμπλοκές, το κρακ και την ηρωίνη. Κάπου εδώ μεγαλώνει (εκτός από ένα …δέντρο) κι ένας τύπος που θέλει να τον φωνάζουν Ka, μπλέκεται με την ποίηση του δρόμου, με το χιπ-χοπ, γίνεται μέλος συλλογικοτήτων και συγκροτημάτων όπως οι Natural Elements, κάποια στιγμή πιάνει μόνιμη δουλειά στην πυροσβεστική, μεγαλώνει, τίποτε δεν τον εμποδίζει να συνεχίσει να είναι δημιουργικός (δεν ξέρω αν παίζουν κι εκεί …τάβλι κατά το φιλελέ αφήγημα), βγάζει δίσκους με κεντρικά θέματα (κόνσεπτ τα λέμε) όπως το σκάκι ή ο Κώδικας τιμής των Σαμουράι, κάποια στιγμή συνεργάζεται με τον πιο γνωστό παραγωγό Animoss, υιοθετεί το όνομα Hermit & the Recluse («Ερημίτης και Αντικοινωνικός» θα το μεταφράζαμε), και βγάζει αυτό τον δίσκο (ρίξτε μια ματιά στο όνομα του label!), ένα σχεδόν συγκινητικό d.i.y. σε όλα τα επίπεδα, από την σύνθεση μέχρι και εξώφυλλα και την πώληση σε τραπεζάκια στους δρόμους της χαοτικής μητρόπολης.
Ένας πραγματικός ερημίτης... Είναι που και ο ίδιος μοιάζει σαν μια ανορθογραφία ανάμεσα στα προβαλλόμενα έργα του χιπ-χοπ που «σαρώνει παγκοσμίως» (όπως θα έγραφε ένας μουσικογραφιάς με απωθημένα αθλητικογράφου οπαδικής εφημερίδας), θα τον έλεγες σχεδόν …old-school, δεν χρησιμοποιεί Autotunes, δεν ασχολείται με σεινάμενους κώλους, δεν επιδεικνύει χλιδή και ακριβά αμάξια, ούτε πόσες γυναίκες καταχέριασε, δεν βγάζει μαγκιές για να μετρήσει μεγέθη αυθεντικότητας, όλα αυτά δηλαδή που βασανίζουν τον σύγχρονο μοντέρνο ράπερ που …σέβεται τον εαυτό του. Ακόμη και η ηλικία του, στα μέσα των πρώτων –ήντα, φαντάζει παράταιρη σε ένα είδος το οποίο κυριαρχείται κατά καταθλιπτικά απόλυτο τρόπο από την νεότητα (και συνήθως εκεί τελειώνει κιόλας).
Το «Orpheus vs the Sirens» μας εισάγει στον κόσμο του με ήχους άρπας (όπως φανταζόμαστε και απεικονίζουμε τον Ορφέα στα εμβλήματα συλλόγων και ωδείων ανά την Ελλάδα), το χαλί στρώνουν samples ποικίλων προελεύσεων, cult τηλεοπτικές σειρές και άγνωστες έγχορδες μουσικές (στο δε «Argo» το αυτί ενός ρέκτη των ελληνικών σκοτεινών 80s ορτσώνει, αυτό δεν είναι το «Waiting» των Forward Music Quintet;), με όλες να υπηρετούν το χτίσιμο μιας υπόκωφης έντασης με υποτονικά λιτά beat (και να σημειώσω να μιλήσουμε κάποια στιγμή για την …ταξική διάσταση του sampling). Πάνω εκεί ο ίδιος ραπάρει με έναν ήσυχο, ενίοτε υπνωτικό ρυθμό σε έναν πυρετώδη εξομολογητικό μονόλογο με νότες μελαγχολίας. Κι ενώ το όλο εγχείρημα θα μπορούσε εύκολα να μείνει σε μια δάνεια επιτήδευση, ίσως σε μια επιδεικτική διακειμενικότητα (για το χιπ-χοπ γαρ, εν αρχή ην ο λόγος – ας μην πιάσουμε όμως τώρα τις ανοησίες για τον Όμηρο ως πρώτο …ράπερ), σώζεται εν τούτοις από την ειλικρίνεια που αποπνέει, κι έναν αυτοσαρκασμό που υπονομεύει την αυτοαναφορικότητα του «είμαι ο Εαυτός μου». Και σε κομμάτια με τίτλους όπως «Χρυσόμαλλο δέρας», «Μοίρα», «Άτλας», «Η τιμωρία του Σίσυφου» (με τον οποίο μοιάζει να ταυτίζεται πολύ), συνυφαίνει την ιστορία του Ορφέα με τα δικά του βιώματα σε έναν …ωδικό χάρτη της ζωής του. Σε ένα «γνώθι σαυτόν» ταξίδι προς την Κολχίδα, συμβολικά την terra incognita του Εαυτού. 33 λεπτά αρκούν…
Σκέφτομαι ότι εν τέλει αυτός ήταν και ο πρωταρχικός ρόλος των μύθων. Να δώσουν μια συμβολική διάσταση σε μια δύσκολη, συχνά τρομακτική πραγματικότητα, ένα νόημα-αποκούμπι για τον άνθρωπο που αντίκριζε έναν σκληρά ακατανόητο κόσμο (όχι ότι έχει αλλάξει αυτό, ας μην μας τυφλώνει η όποια τεχνολογική πρόοδος). Και οι παλιοί μύθοι σαν να αποκτούν με τον χρόνο που διαβαίνει μια προσθετική, σχεδόν μαγική δύναμη.
Κατά σύμπτωση τον τελευταίο καιρό έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «Μια οδύσσεια» του Ντάνιελ Μέντελσον, αυτού του νεοϋορκέζου (και αυτός!) σπουδαίου συγγραφέα και κριτικού, όπου είναι το ομηρικό έπος αυτή τη φορά που χρησιμοποιείται σαν ένας μπούσουλας για το Σήμερα, στην προκειμένη περίπτωση για την αποκατάσταση της σχέσης του συγγραφέα με τον πατέρα του μέσα από την ερμηνεία του πανάρχαιου κειμένου. Είναι πραγματικά βαθιά ανθρώπινη η ανάγκη για αναλογίες, από αυτές που μας δίνουν την τονωτική βεβαιότητα ότι δεν είμαστε τόσο απόλυτα μόνοι, ότι και άλλοι έζησαν τα ίδια πριν από εμάς. Και ότι κάθε ζωή μπορεί να είναι τόσο πρωτότυπη αλλά και τόσο κοινότυπη, μοναδική μέσα στην ομοιότητά της. Μια προσωπική Οδύσσεια. Ή …Ορφεάδα αν προτιμάτε.