When We Are Death
Όσο σκοτεινό πρέπει και όσο λεπτοδουλεμένο και μετρημένα χαοτικό χρειάζεται. Του Άρη Καραμπεάζη
Είχα την εντύπωση ότι οι Hexvessel έχουν κυκλοφορήσει περισσότερους δίσκους, αφενός επειδή έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από το προηγούμενο τους, αφετέρου επειδή διαπίστωσα ότι τελικά, εκτός και από το ενδιάμεσο EP του 2013, έχω αγοράσει δύο φορές το Dawnbearer (να βρίσκεται μέρες που είναι, ποτέ δεν ξέρεις), το ντεμπούτο εκείνο, που κατά πως δείχνει το πράγμα θα παραμείνει για πάντα ο καλύτερος δίσκος τους, όπως αρκετές φορές συμβαίνει με τα ντεμπούτα, ειδικά στο ροκ, που είναι μάλλον μια μουσική που δεν την πολύ-σηκώνει την εξέλιξη (είπε και έφαγε ένα ξεγυρισμένο φάσκελο από τους R.E.M. μέχρι τους ......... ).
Στο τρίτο τους άλμπουμ οι μπασταρδεμένοι Φινλανδοί συνεχίζουν να είναι το συγκρότημα εκείνο που καταφέρνει να μας κάνει να δούμε με συμπάθεια, και ενίοτε να αγαπήσουμε, πράγματα που ορισμένοι από εμάς επιλέγουμε παραδοσιακά να μισούμε. Σε τυχαία σειρά: τα concept άλμπουμ, τα δάση, η Yoko Ono, η χίπικη πλευρά των 60s, τα 14λεπτα τραγούδια που δεν είναι minimal, οι Doors, η ύποπτη αλλαγή label με παράλληλο 'στρογγύλεμα' στον ήχο, τα τραγούδια που "εξελίσσονται στην πορεία" και διάφορα άλλα τέτοια.
Το When We Are Death είναι ένα άλμπουμ εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στο θάνατο, όχι ως λύτρωση ή τυχόν προοπτική, αλλά περισσότερο από την σκοπιά της Περιέργειας, καθότι άλλωστε πρόκειται για το μοναδικό πράγμα που όλοι μας θα βιώσουμε, αλλά κανείς δεν θα μάθει ποτέ πως είναι (αυτά παθαίνει όποιος ψυχαναγκαστικά παύει να ακούει συγκροτήματα που επηρεάστηκαν από τους Cabaret Voltaire, το ρίχνει στις αμπελοφιλοσοφίες). Όπως κάθε άλμπουμ με στόχευση εξ αρχής ευθεία και που δεν παρεκκλίνει ποτέ, στην ουσία είναι όσο σκοτεινό πρέπει, ώστε να το αγαπήσουν και αυτοί που στην πραγματικότητα δεν απασχολούνται με το σκοτάδι, και όσο λεπτοδουλεμένο και μετρημένα χαοτικό χρειάζεται, ώστε να μη θεωρηθεί σαν μία έντεχνη γκομενοεκδοχή του βαρέως ψυχεδελικού φινλανδικού ροκ, που κατά πως λέγεται είναι πολύ στα πάνω του τελευταία.
Η έναρξη δίνεται με εξαιρετικά άκομψο, έως κακό τρόπο, καθώς το Transparent Eyeball δίνει την - όχι και τόσο αδικαιολόγητη- εντύπωση ότι το συγκρότημα σπεύδει να επιβιβαστεί στο τρένο εκείνο, που με επιμέλεια είχε αποφύγει στις προηγούμενες δισκογραφικές του εμφανίσεις. Ήτοι το πνεύμα των καιρών, που θέλει περιπτώσεις σαν τους Βρετανούς Black Widow, να ξαναγράφουν την ιστορία του ροκ με τα σωστά αυτή τη φορά γράμματα, και λοιπά άλλα τέτοια λόγια να αγαπιόμαστε, που κάνουν τους Black Sabbath να χασκογελάνε καθώς χωρίς ιδιαίτερο κόπο περισυλλέγουν το 4ο-5ο εφάπαξ της καριέρας τους. Θα συνεχίσουν με λίγο περισσότερο organ από ότι επιτρέπουν οι δέκα εντολές που κατάφεραν και απεξάρτησαν το ροκ από τη γη της δήθεν απαγγελίας (ποίησης) και στο Cosmic Truth θα καταφέρουν επιτέλους να βρουν τη γνωστή τους φόρμα, σε οριακό πάντως χρονικό σημείο του δίσκου, καθότι ως γνωστόν ποτέ και κανείς δεν ασχολήθηκε εκτενώς με ένα άλμπουμ που είχε τρία 'συμπαθή μεν, αδιάφορα δε' τραγούδια στη σειρά.
Κάπου εδώ συνειδητοποίησα ότι οι Hexvessel είναι τελικά ένα συγκρότημα που κατά βάση γράφει ωραίες μπαλάντες, ξύπνησα κάθιδρος, θυμήθηκα τη γενική οδηγία που λέει ότι δεν πρέπει να πίνουμε πολύ αλκοόλ τώρα που καλοκαιριάζει και ο οργανισμός αφυδατώνεται πιο εύκολα, συγκινήθηκα κάπως με την αντίστροφη υστεροφημία του When I'm Dad, ήπια ένα ποτήρι νερό σκεπτόμενος ότι είμαι σε επικίνδυνη ηλικία για να αγοράσω τον πρώτο μου δίσκο Doors, γέλασα με τον τρόπο που μιμείται ο Mat McNerney την παντενταρισμένα βαρύτονη πολυ(παπαρό)λογία του Morrison και έπεσα να κοιμηθώ αφήνοντας το καλύτερο τραγούδι του δίσκου (και ίσως και του συγκροτήματος) για το επόμενο πρωί.
Που και αυτό είναι μπαλάντα ασφαλώς και που ακούγεται σαν να έχει όντως γραφτεί για να συνοδεύσει άπειρες μελλοντικές κινηματοτηλεοπτικές σκηνές, στις οποίες ο πρωταγωνιστής μας αφήνει χρόνους μεν, αλλά όλο και κάτι παραπάνω θα κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του Mirror Boy, οι Hexvessel ακούγονται και είναι αποφασισμένοι μέχρι και να ξεπεράσουν αρκετούς από τους δασκάλους - πηγές έμπνευσης που αναφέρουν στο booklet του δίσκου (αυτό εξαρτάται από το πόσο σου αρέσουν οι Flower Travellin' Band και από το πόσα τραγούδια του Chris Isaak ξέρεις πέραν των 2-3 προφανών).
Θα ακολουθήσει μία ολόκληρη πλευρά βινυλίου, κατά την οποία τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ ξανά τόσο κακότροπα όσο στην αρχή, αλλά ούτε και τόσο καθησυχαστικά όμορφα όσο στο τέλος της πρώτης. Εδώ υποχωρεί η διάθεση για απλοϊκά μεν, ουσιαστικά δε τραγούδια, και κυριαρχεί η πρόθεση ενός ροκ συγκροτήματος να λειτουργήσει σαν κινητήρια δύναμη μίας απροσδιόριστα διονυσιακής τελεσφόρησης, στην οποία σώνει και καλά πρέπει να οδηγεί τον ακροατή της αυτή η μουσική.
Κάπου εδώ οι Hexvessel αντιμετωπίζουν το ζήτημα του θανάτου ως δήθεν πρωτεύον σε σχέση με ό,τι προηγείται αυτού, και ως εκ τούτου καταλήγουν σε εκ του περισσού ορμή και σπασμωδικό στόμφο, προδίδοντας πλέον ότι η καθημερινότητα που αποκαλύπτουν τα τραγούδια τους, είτε προσεταιρίζεται τη φύση ως αποκούμπι έμπνευσης, είτε προσκολλάται σε παρελθόντα μοτίβα, χωρίς να επιτρέπει στο χρόνο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, τελικά παραμένει ατελής. Ότι δηλαδή πρόκειται για ένα ροκ συγκρότημα παράλληλης πραγματικότητας, η οποία όμως μόνον κατ' εξαίρεση αξίζει να βρίσκεται στο προσκήνιο. Αλλά όταν βρίσκεται, όντως το αξίζει.