Lines we trace
Απ' το Seattle με tag folkestral. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Το Σιάτλ έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας με το grunge, παρότι έχει μια μουσική παράδοση που χρονολογείται από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Το πρώτο μισό του 20ου αι. είχε μια ακμάζουσα jazz σκηνή και επιπλέον, δεν σταμάτησε να εμπλουτίζει την αμερικάνικη μουσική, ακόμα και μετά το ξεφούσκωμα του grunge. Η Sub Pop άλλαξε απλώς προσανατολισμό. Κλασικό παράδειγμα οι Fleet Foxes.
Οι Hey Marseilles - τους οποίους οι κακοπροαίρετοι ίσως βιαστούν να αποκαλέσουν "Decemberists του φτωχού" - είναι μια επταμελής μπάντα chamber pop. Τα μέλη της παίζουν βιολί και βιολοντσέλο, ακορντεόν και μαντολίνο, κλαρινέτο, τρομπέτα, πιάνο κι όμορφα κρουστά. Ο Matt Bishop (το πρώτο από τα τρία ιδρυτικά μέλη) κράτησε για τον εαυτό του την ακουστική κιθάρα, τραγουδάει με ύφος που θυμίζει τον Ben Gibbard ενώ συγχρόνως συνθέτει τα περισσότερα κομμάτια, επηρεασμένος όπως δηλώνει από τον Damien Jurado και τους DeVotchKa. Οι Hey Marseilles δεν είναι folk, ούτε pop - οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται folkestral, και το Lines we trace είναι το δεύτερο άλμπουμ τους. Το γκρουπ εντάσσεται σε μια neo-folk σκηνή αποφασισμένη να απομακρυνθεί όσο πιο πολύ γίνεται από το rock/indie κυρίαρχο ύφος της πόλης (Campfire OK, The Head & the Heart), αλλά και από την ακμάζουσα hip-hop κουλτούρα που εγκαινίασε ο Sir Mix-a-Lot πριν αρκετά χρόνια. Η μελωδική folk των Matt Bishop & Nick Ward ανάγεται σε αμερικανούς τραγουδοποιούς σαν τον Paul Simon, στους σύγχρονους καλιφορνέζους folk-ίστες Mountain Goats, αλλά και σε βρετανικά σχήματα όπως οι Noah and the Whale.
Οι συνθέσεις των Hey Marseilles διαπνέονται από μια βροχερή "βόρεια" μελαγχολία, την οποία χτίζει με προσοχή το βιολοντσέλο και το κλαρινέτο, ενώ η επιλογή του ονόματος δείχνει την αδυναμία των μελών του γκρουπ στη γαλλική αισθητική και μουσική παράδοση. Από τα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το εισαγωγικό "Tides", στο οποίο το κλαρινέτο δημιουργεί την αίσθηση του νερού που φουσκώνει και αποσύρεται στην αμμουδιά, κρατώντας το ρυθμό στη φράση "I would trade 10,000 days for one more hour with you". Το "Hearts & Beats" ξεκινάει με το στίχο "We've left the winter behind" και τα έξοχα κρουστά του Colin Richey στήνουν με μαστοριά την ατμόσφαιρα αναμονής και αγωνίας που συνοδεύει κάθε αλλαγή εποχής. Στο "Dead of the Night", η goth εισαγωγή θυμίζει τη σχολή του Yann Tiersen. Λιγότερο ενδιαφέρον είναι το βαλσάκι με τίτλο "Elegy", που χάνει το παιχνίδι λόγω των ανόητων φωνητικών του. Στο "Building Glare" η μινιμαλιστικής αισθητικής άρπα οδηγεί σε μια κορύφωση που θα μπορούσε να προέρχεται από σάουντρακ του Nino Rota, αλλά είναι αναίτια στομφώδης. Τον Michael Nyman θυμίζει το πιάνο και τα έγχορδα στο "Madrona", ενώ το "Cafe Lights" είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα - και θα ήταν προτιμότερο για σινγκλ από το "Bright Stars Burning". Τέλος, το instrumental με τίτλο "Demian" δείχνει βαθιά γνώση των κλασικών συνθετών του 19ου αιώνα.
Δεν ξέρω αν οι Hey Marseilles θα είναι οι επόμενοι Lumineers, αλλά οι καλοχτισμένες μελωδίες τους αφήνουν τη σφραγίδα τους στη neo-folk των βορειοδυτικών ΗΠΑ και των καναδών ομολόγων τους. Και την πηγαίνουν ίσως ένα βήμα μπροστά. Αυτό μου αρκεί, για την ώρα.