Blame Canada! Blame Canada!
Οι Holy Fuck -εσείς και οι Jackie-O-Motherfucker δε θα μπείτε ποτέ στη mainstream αγορά με τέτοια ονόματα- έρχονται από το Toronto του Καναδά να δώσουν μια νέα πνοή και ένα γερό χτύπημα στο μουσικό στερέωμα.
Για στάσου ρε Νίκο. Μη γίνεις κι εσύ ένας από αυτούς που μιλάει με στερεοτυπίες τύπου "Μεσσίες της ροκ" και ακούγεται λες και ανακάλυψε την πυρά!
Κ. Αντιρρησία, μη φοβάσαι. Ξέρω πολύ καλά γιατί αναφέρομαι σε πνοές και χτυπήματα. Ανέκαθεν υπήρξαν πολλά ακραία και συνάμα αξιόλογα συγκροτήματα που σε σοκάρουν και σου προκαλούν βλάβες στα αισθητήρια όργανα της ακοής. Επίσης, υπήρξαν πολλοί μουσικοί και συγκροτήματα με σημαντικές ικανότητες που κατατάσσονταν με ευκολία σε ένα μουσικό κίνημα και έκαναν κάτι εξαιρετικό μέσα σε αυτό και μόνο. Δε βρίσκεις, όμως, εύκολα ακραία γκρουπ, που σαν σαρανταποδαρούσες πατούν σε... σαράντα σημεία ταυτόχρονα.
Με μία πρώτη ματιά στους τίτλους των κομματιών, βλέπω πως το πρώτο κομμάτι ονομάζεται "Super Inuit", όπου "Inuit" είναι το όνομα των ιθαγενών Εσκιμώων που ζουν στην Αλάσκα, στον Καναδά και στη Γροιλανδία (πηγή: Πάνος Πανότας). Μήπως, όμως, τα παιδιά παίζουν με το μυαλό μας, αφού η λέξη "Inuit" είναι ομόηχη της γαλλικής λέξης "ennui", η οποία σημαίνει "ανία", αγγλιστί "boredom". Συνεπώς, οι Holy Fuck μάλλον μας επιφυλάσσουν ένα κρυφό tribute στους Boredoms της εποχής του Super Ae, εκείνης της tribal noise εκδοχής του μουσικού σύμπαντος. Και ναι, το εισαγωγικό κομμάτι βρωμάει από την αναπνοή και την απλυσιά του Yamatsuka Eye. Ιδού, λοιπόν, η λύση του μυστηρίου! Εύρηκα!
Κι όμως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Στο "Milkshake" -μακάρι να ήταν διασκευή στο τραγούδι της Kelis- το μπάσο γκρουβάρει σαν να αγγίζει τις χορδές του ο Bootsy Collins και το βιμπράφωνο στο τέλος του κομματιού σε πηγαίνει στις ευτυχισμένες και πωρωτικές εποχές του Standards των Tortoise. Το "Royal Gregory" είναι βρώμικη disco με κεφαλαίο D, που σε κάνει να φαντασιώνεσαι τι θα προέκυπτε αν ο Arthur Russell είχε πάρει για παραγωγό τον Steve Albini. Το "Frenchy's" σε κάνει να ορκίζεσαι ότι τα γκέμια της μπάντας βρίσκονται στα χέρια των γκόμενών τους, οι οποίες δεν μπορούν να κρύψουν το πάθος τους για τις ESG και τους LCD Soundsystem. Το "Lovely Allen" απαντά στην ερώτηση πώς θα ήταν κάποιο από τα instrumental κομμάτια του Another Green World του Eno σε remix από τους Sigur Ros. Το "Pulse" παίρνει ένα motorik ρυθμό και ταξιδεύει στους δρόμους του απείρου, μέσω από μπόλικη-μπόλικη ηχώ.
Είναι αλήθεια πως οι Holy Fuck θυμίζουν χίλια πράγματα. Παρόλα αυτά, ενώ οι επιρροές και οι αναφορές τους δεν απαιτούν την επιστράτευση γκουρού για την αναγνώρισή τους, δεν είναι κολλημένες άτσαλα με τη μέθοδο του κολάζ, αλλά διεξοδικά αλεσμένες από μπλέντερ.
Το σημαντικότερο όπλο των Holy Fuck, ωστόσο, δεν είναι οι αναφορές τους. Είναι η ενέργειά τους. Μέσα σε 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 37 λεπτών δε σε αφήνουν να κάτσεις στον κώλο σου ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τα κομμάτια είναι προϊόν live αυτοσχεδιαστικών τζαμαρισμάτων στο στούντιο, παιγμένα λες και τους κυνηγάει ο διάβολος ο ίδιος, λες και το τέλος του κόσμου επίκειται μέσα στο επόμενο λεπτό. Η ηχογράφηση στο σύνολό της είναι περασμένη από παραμόρφωση, κάνοντας τον κάθε ήχο να μοιάζει με μαλλιά κουρεμένα με ξυράφι. Το fuzz στο μπάσο είναι στο τέρμα. Τα φωνητικά, που εμφανίζονται διάσπαρτα εδώ κι εκεί, ακούγονται σαν μέσα από χαλασμένο τηλεβόα από τα βάθη ενός σπηλαίου. Ας μη μιλήσω για τη φρενήρη ταχύτητα του προτελευταίου κομματιού ("Safari"), η οποία ξεπερνάει τα 200 bpm.
Ποιο indie-rock; Ποιο indie-dance; Ποιο post-rock; Αυτοί τα παίζουν όλα μαζί και τα καταστρέφουν όλα όμορφα και καλά - a job well done. Και αφήνουν όσους τους ακούνε να αναφωνούν: "Holy Fuck!!"