Άνοιξη μου
«Το ‘Άνοιξη μου’ είναι ένας ανέλπιστα αισιόδοξος δίσκος από έναν άνθρωπο που τον προετοίμαζε για τριάντα χρόνια και τον ολοκλήρωσε γνωρίζοντας ότι πεθαίνει»… Του Άρη Καραμπεάζη
Γίνεται πολλή κουβέντα, και έγινε ακόμη περισσότερη –κατά το σύνηθες– πρόσφατα εδώ στο MiC για το αν μπορεί κανείς να διαχωρίσει τον καλλιτέχνη από το έργο κ.λπ. Τα γνωστά. Δήλωσα πρόωρα ότι δεν συμμετέχω και με μισή ντροπή δική μου παρήγγειλα σε εντυπωσιακά χρωματισμένο βινύλιο το αριστούργημα του μαλάκα του Akhlys από την Debemur Morti.
Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα β(γ)αίνουν αντίστροφα; Όταν δηλαδή πρέπει να διαχωρίσεις το έργο από έναν δημιουργό που κάθε άλλο παρά μαλάκας είναι και –κυρίως αυτό είναι που μετράει– κάθε άλλο παρά μαλάκα τον θεωρείς, καθώς ως γνωστόν τα πράγματα είναι κυρίως, αν όχι μόνο, υποκειμενικά.
Και δεν αναφέρομαι φυσικά στην περίπτωση ενός αγαπημένου ή/και εγνωσμένου καλλιτέχνη του οποίου το έγκριτο παρελθόν εμποδίζει εύλογα (και μη) τον καθένα να κοιτάξει στα μάτια το ανύπαρκτο παρόν. Και αυτό το ζήτημα εξαντλήθηκε στα σύνορα του Ισραήλ με τον θάνατο του γιου του Nick Cave.
Περιέργως και περισσότερο θέλω να μιλήσω για έναν άνθρωπο που τον γουστάρεις ας πούμε, χωρίς να είναι φίλος σου κλπ και να παίζει και η φάση αυτή της έστω και ασυνείδητης στα όποια χωράφια μας διαπλοκής. Άδολης πάντως και μη κερδοσκοπικής, μην είστε μαλάκες με την σειρά σας. Έναν άνθρωπο που απλώς έτυχε να τον γουστάρεις σαν άτομο και μέχρι τέλους. Και για τον οποίο έχει μάλιστα έρθει και το τέλος.
Εδώ τι γίνεται; Έχει κανείς τη δύναμη να βγει και να πει ότι αυτό που άφησε λίγο πριν το τέλος πίσω του αυτός ο άνθρωπος είναι τυχόν μαλακία; Ή πολύ περισσότερο έχει την διαύγεια να καταλάβει αν είναι μαλακία ή όχι; Του το επιτρέπουν οι ειδικές περιστάσεις; Σε αυτό δεν έχω σαφή απάντηση, αλλά έχω ορισμένη υποκειμενική άποψη. Και όπως είπαμε, αυτό είναι που μετράει.
Δεν θυμάμαι αν την έχω ξαναγράψει την ιστορία, αλλά ούτως ή άλλως θέλω να υπάρχει και εδώ. Πέρα από τους Χωρίς Περιδέραιο και καθότι πρακτικά δεν υπήρχε «εικόνα» τους όλα τα προηγούμενα εκείνα χρόνια, τον Νίκο Αγγελή τον «ήξερα», χωρίς να ξέρω ποιος είναι, περίπου 6-7 χρόνια.
Αφήναμε καθημερινά το αυτοκίνητο μας (Golf αυτός, Mazda εγώ, μαύρα αμφότερα) στο ίδιο πάρκινγκ Μπενάκη με Κωλέττη γωνία, και πάνω - κάτω φτάναμε/ φεύγαμε τις ίδιες ώρες, λογικό θα μου πεις αφού κάναμε την ίδια δουλειά στο ίδιο μέρος.
Σαν φάτσα τον ήξερα από αφίσες της παράταξης δικηγόρων του ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ενώ ο ίδιος ήταν και εκλεγμένος σύμβουλος του ΔΣΑ κάποτε (αλλά και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, επίσης). Μια - δυο φορές είχαμε μιλήσει για τα δικηγορικά, μάλλον με αφορμή τις εκλογές ή στο περιθώριο του πινακίου στις Εργατικές Διαφορές. Μπορεί και να κάνω λάθος στο τελευταίο.
Ποτέ δεν είχα συνδυάσει το όνομα του κλπ με τους ΧΠ. Όταν έγινε το λάηβ για το ‘Εδώ δεν υπάρχει άσυλο’ και αφού με πέρασαν γενιές και μάνες/ γυναίκες/ χριστοπαναγίες σαράντα τέσσερις πολλοί και διάφοροι, αυτό που βασικά μου έμεινε είναι ότι on stage για πρώτη φορά αναγνώρισα τον Αγγελή ως τον δικηγόρο που ήξερα από το πάρκινγκ της Μπενάκη. Όταν μετά από όλα αυτά ρώτησα τον παρκαδόρο κάτι του στυλ «ξέρεις ποιος είναι αυτός ρε;», μου απάντησε ότι ο κύριος Νίκος είναι από τους πιο ευγενικούς πελάτες μας. Δεν ήξερε και αυτός ποιος είναι ρε, οπότε συντονιστήκαμε.
The rest is his story. Και τούτο διότι η δεύτερη μουσική ζωή του Νίκου Αγγελή είναι κατ’ εμέ μια ιστορία πιο ενδιαφέρουσα τόσο από αυτή του Rodriguez, όσο και από αυτή του Lewis. Ο πρώτος είχε ξεπέσει κάπου ενώ κάπου αλλού ήταν θεός, ο δεύτερος δεν ενδιαφέρθηκε καν για το τι είναι οπουδήποτε ακόμη και όταν προς στιγμήν έγινε ο θεός των instant classic reissues.
O Νίκος Αγγελής για τα 30 χαμένα (υπό την έννοια του ‘εκτός Χωρίς Περιδέραιο’) χρόνια ήταν ένας τυπικά μαχόμενος δικηγόρος, που ζούσε όχι στην σκιά, ούτε στο περιθώριο, αλλά με έναν περίεργο τρόπο στην γαλήνη που του είχε προσφέρει η εμπειρία των Χωρίς Περιδέραιο.
Ναι μεν οργανωμένος κλπ και με έντονη πολιτική συνείδηση και δράση, αλλά θέλω να τονίσω –κάθε άλλο παρά μειωτικά– ότι ο άνθρωπος που έβλεπα εγώ δεν διέφερε σε κάτι από τον καθημερινό, οριακά αδιάφορο και διάφανο, δικηγόρο, που κουβαλάει όλη τη σκόνη, αλλά και όλο το εσωτερικό ενδιαφέρον, του επαγγέλματος.
Κάπου εκεί είναι και που κατάλαβα επιτέλους τί στο καλό ήθελε να πει το όνομα ‘Χωρίς Περιδέραιο’ όλα αυτά τα χρόνια. Τουλάχιστον με την δική μου υποκειμενική θεώρηση, που αυτή είναι που μετράει, παρότι νομίζω ο Αγγελής το είχε κάποτε εξηγήσει κάπως αλλιώς.
Ακόμη και τότε που τον συναντούσα στο πάργκινγκ των Εξαρχείων μετά το λάηβ στο Gagarin και πάλι δεν λέγαμε κυρίως για τους ΧΠ. Βασικά όταν λέγαμε για τους ΧΠ μου μιλούσε κυρίως (και πάντοτε σαν να έπεσε από κάποιο σύννεφο, στο οποίο δεν τον ήξερε ή/και θυμόταν κανείς) για τον ενθουσιασμό που εισπράττει στην δεύτερη αυτή φάση, αλλά και το με πόση δυσκολία μπορεί να παρακολουθεί τις όποιες πρόβες και κυρίως τα όποια λάηβ κυρίως εκτός Αθήνας. Αλλά πάντως ικανοποιημένος φανερά.
Από αυτές τις πεντάλεπτες συζητήσεις μου έχει μείνει έντονα το ότι μου έλεγε ένα μεσημέρι καλοκαιριού πως αγχώνεται να τελειώσει κάτι δουλειές για να πάει με τις κόρες του στο σπίτι που έχει η γυναίκα του σε έναν οικισμό πανεπιστημιακών στη Χαλκιδική, κάτι τέτοιο σχεδόν μικροαστικό θα μπορούσε εύκολα να πει κανείς, αλλά αρκετά συνειδητό, ώστε να με κάνει να τον γουστάρω ακόμη περισσότερο ως προσωπικότητα, συνδυάζοντας αυτή την κάθε άλλο παρά μετανιωμένη καθημερινή του διάσταση, με την διάσπαση λογικής και διάλυση κατανόησης που κατά βάσει προσφέρουν οι στίχοι τους σε ό,τι μέχρι τότε γνωρίζαμε ως ΧΠ.
Έχοντας πρόσφατα δει και το ντοκιμαντέρ για τους ΧΠ, όπου ο Αγγελής αποκαλύπτει με σχεδόν κυνικό τρόπο την προσωπικότητα του, και κυρίως την έλλειψη της όποιας γκράντε και ελίτ προσωπικότητας σε σχέση με ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν underground electro punk ήρωα.
Δηλαδή ακόμη και όταν μιλάει για την ιστορία και τις ιστορίες των ΧΠ, δεν αρνείται τον άνθρωπο που ήθελε να τελειώνει με τις καταθέσεις των δικογράφων και να πάει στο εξοχικό του ρε παιδί μου.
Κάπως έτσι η συναισθηματική μου αυτή εμπλοκή κορυφώθηκε και έφτασα στο σημείο να θέλω κάποτε να είμαι τόσο κατασταλαγμένος όσο ο Νίκος Αγγελής είναι (στη δική μου υποκειμενική θεώρηση πάντοτε).
Το σκέφτηκα λίγο παραπάνω και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το εκπληκτικό, και για εμένα αξιοθαύμαστο, με όλα αυτά είναι ότι ο Αγγελής δεν είχε σε καμία περίπτωση είτε διπλή ζωή, είτε διπλή προσωπικότητα.
Είμαι πλέον σίγουρος ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που σε κάποια φάση δικάζαμε ο ένας μετά τον άλλο κάτι ψιλομίζερα, αλλά όχι και τόσο τελικά, ‘εργατικά’ στις γνωστές αίθουσες του Κτιρίου 9 στην Ευελπίδων, και που όμως αυτός έγραψε και τους στίχους της ‘Άνωσης’, τραγούδι μπροστά στο οποίο οι στίχοι της Πλάτωνος αγγίζουν τα όρια του τετριμμένου.
Κάπως έτσι κεντρικό σημείο του ‘Άνοιξη μου’ θεώρησα ήδη από την πρώτη ακρόαση τον στίχο «Από εδώ και πάνω Ελλάδα/ Από εδώ και κάτω Ελλάδα», ο οποίος με τον απόλυτα ιδιόμορφο τρόπο του Νίκου Αγγελή αποτυπώνει αυτό που είναι και η μόνη αλήθεια, ότι δηλαδή είμαστε πάντοτε ο ίδιος άνθρωπος, σε κάθε δραστηριότητα μας, μίζερη ή δημιουργική, εντυπωσιακή ή ανάξια ακόμη και της πιο απλής παρατήρησης.
Ο Αγγελής έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για κανενός είδους αναγνώριση και υστεροφημία, και όπως καλά ξέρουμε κατάφερε να κερδίσει και τα δύο. Και σε μεγέθη που είναι σίγουρο ότι θα βαίνουν αυξανόμενα.
Το ‘Ανοιξη μου’ λοιπόν είναι ο δίσκος που με αναντίρρητη ακρίβεια θα έπρεπε να είναι ο δίσκος ενός τύπου που τριάντα χρόνια πριν υπήρξε εξαιρετικά ‘αλλού’ σε διάφορα επίπεδα για εγχώρια και μη, μουσικά/στιχουργικά/ αισθητικά δεδομένα, στη συνέχεια για περίπου τριάντα χρόνια δεν απασχολήθηκε με αυτό το γεγονός, τουλάχιστον σε εξωστρεφείς δραστηριότητες, και τριάντα χρόνια μετά δεν ήρθε τυχόν να ολοκληρώσει κάτι ημιτελές, απλά να πει ό,τι είχε μαζευτεί για να ειπωθεί.
Το ‘Άνοιξη μου’ είναι κατά βάση ένας απλός δίσκος, με αρκετά στιχάκια να ξεγελάνε περί του ότι κινούνται στο χώρο της ευκολίας, ίσως και του αστείου (‘ντουράν ντουράν/ ή ταν ή επί τας’), ακόμη και με τραγούδια όπως το ‘Εδώ πέρα στη Γαλλία’, όπου ο Αγγελής δεν σε αφήνει να καταλάβεις αν χλευάζετε το ίδιο πράγμα ή αν αυτός τάσσεται τελικά με αυτό που εσύ χλευάζεις. Συνεπώς δεν είναι ένας και τόσο απλός δίσκος.
Το Άνοιξη μου’ είναι ένας δίσκος για όσους για πολλά χρόνια δεν μπορούσαν να καταλήξουν αν το ‘Χορός Για Μουσική’ είναι ένας δίσκος που τους αφήνει αδιάφορους ή ένας δίσκος για τον οποίο οι ίδιοι δεν υπήρξαν αρκούντως ενδιαφέροντες. Ο Νίκος Αγγελής υποχρεώνει τον οποιονδήποτε αναφέρεται σε αυτόν να χρησιμοποιεί την κλισέ έννοια του sui generis δημιουργού με τρόπο εμφατικό, αλλά και χωρίς στο ελάχιστο να ξεφεύγει από την αλήθεια.
Το ‘Άνοιξη μου’ είναι το άλμπουμ με το οποίο αξίζει θεωρώ να θυμόμαστε περισσότερο τον Νίκο Αγγελή ως τον άνθρωπο εκείνο που έφυγε από την ζωή το 2018, και έχοντας στο μυαλό μας όλη αυτή την πορεία των τριάντα και πλέον χρόνων.
Από το σημείο δηλαδή που όμορφα θρασύς και ως έπρεπε, αλλά μειλίχιος και nerdy στα όρια του παράδοξου coolness ήδη από τότε, έφτυσε την μουσική λέγοντας το ωραίο «η ελληνική μουσική δεν κατάφερε να μας γοητεύσει, για αυτό και την απορρίψαμε», μέχρι το σημείο που σταμάτησε, το σημείο που επανήλθε, το σημείο που ενδιαφέρονταν για το ταξίδι στο εξοχικό, και φυσικά το σημείο που έφυγε.
Το Άνοιξη μου’ είναι το άλμπουμ που δεν μπορώ να χωρέσω στο μυαλό μου πώς στο καλό θα το ακούνε οι αγαπημένοι άνθρωποι του Νίκου Αγγελή και δεν θα αισθάνονται ταυτόχρονα απελπιστική την απουσία του και καθησυχαστική την παρουσία του. Και αντιστρόφως.
Για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τα παραπάνω, αλλά συνέπεσαν χρονικά με την απώλεια του Νίκου Αγγελή, έχω σταματήσει να πηγαίνω ως ‘μόνιμος’ πελάτης στο παραπάνω Πάρκινγκ της Μπενάκη εδώ και τρία χρόνια.
Ο Νίκος Αγγελής πέθανε τον Ιούνιο του 2018.
Το ‘Άνοιξη μου’ είναι ένας ανέλπιστα αισιόδοξος δίσκος από έναν άνθρωπο που τον προετοίμαζε για τριάντα χρόνια και τον ολοκλήρωσε γνωρίζοντας ότι πεθαίνει.
Δεν βρίσκω τίποτε το υποκειμενικά όμορφο στο παραπάνω γεγονός, παρά μόνο μία αντικειμενική αλήθεια περί του ότι «μονάχος ό,τι κάνεις».