Πολύ μακριά από τις ημέρες των Common Sense βρίσκεται πλέον ο Χρήστος Αλεξόπουλος. Ομοίως "πολύ μακριά" και από την ατυχή ταμπέλα του σουρεαλιστή αβαν-γκαρντίστα συνθέτη που σπεύσανε να του φορτώσουν οι δήθεν περί αυτού ειδικοί με αφορμή την τριλογία "Η άλλη πλευρά", "Παραλλαγές στο μόνο θέμα", "Και μετά" που κυκλοφόρησε από το 1999 μέχρι το 2003. Αν θες να εκδικηθείς κάποιον δημιουργό, κόλλησέ του τον παραπάνω χαρακτηρισμό, απομόνωσέ τον από το "ανυποψίαστο" κοινό, το κοινό που φοβάται τα δύσκολα, που έχει συνηθίσει στα ευτελή και τα "επίκαιρα" και αυτόματα έχεις ρίξει την προσπάθειά του στο κενό.
Διότι, καλό και άγιο το κοινό των Lost Bodies, των Αέρα Πατέρα και των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ, αυτό το τελευταίο όμως υπάρχει τελικά άραγε; Και αν ναι, ποια η δυναμική αυτού; Και ποιο το αποτέλεσμα αυτής; Με αυτά τα δεδομένα αποτελεί επίτευγμα για τον Αλεξόπουλο ο διασκελισμός ανάμεσα στα κλισέ και η ηχογράφηση ενός άλμπουμ, που διατηρώντας όλα τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν σαν δημιουργό, αγγίζει τα πολυπόθητα όρια της ιδιόμορφης μεν, ευφυούς και ατόφιας δε, pop δημιουργίας.
Απλά συμβαίνει η pop του "Παραπούνες και Τριαφύνταλλα" να σνομπάρει τις κλισαρισμένες ρίμες και τα προκάτ singalong, να επιμένει σε επιθετικές αφηγήσεις που κριτικάρουν, σχολιάζουν και απορούν με το παράλογο των πραγμάτων γύρω και μέσα μας. Συμβαίνει ομοίως να μη στηρίζεται σε περιορισμένες ικανότητες επί των βασικών κιθαρομπασοντραμικών αναγκών, αλλά σε επαγγελματίες μουσικούς, των οποίων ο επαγγελματισμός δεν συναντά τα όρια της αρτηριοσκληρωμένης έμπνευσης.
Είναι όμως pop... όταν με όλες αυτές τις ιδιοτροπίες στήνει ένα τραγούδι σαν το "Όταν γίνει η επανάσταση", με ικανές δόσεις ταχογραφικού παροξυσμού στους στίχους και στις jazz punk μουσικές του, για να "καταντήσει" σύνθημα, ακόμη δε και κλισέ. Όπου δε πάλι τα πράγματα τείνουν να γίνονται λυρικότερα ("Ειν' Αργά"), οι μνήμες του τμήματος εκείνου του ελληνικού τραγουδιού που κόντεψε να αφομοιώσει ορθά τις επιταγές του Χατζιδάκι περί λυρισμού, υπενθυμίζουν ότι αυτό που ακούμε είναι 100% ελληνικό άκουσμα.
Τα τραγούδια του Αλεξόπουλου είναι η φυσική πορεία της ελληνικής μουσικής, χωρίς της φθηνές παρεμβολές, τις κενές υπερπροβολές και την ανεξάντλητη σαχλαμάρα που διακόπτει το νήμα της συνέχειας ανάμεσα σε οτιδήποτε αξιόλογο τυχαίνει να συμβαίνει (και αντίστροφα). Στην αντίθετη πλευρά (αλλά ουσιαστικά συμπαίκτης) με το αγωνιώδες πάθος και την συνειδητή παρακμή των στίχων των Κόρε. Ύδρο., ο Αλεξόπουλος παραμένει στωικός απέναντι σε ό,τι βλέπει. Όχι όμως απαθής. Και σίγουρα όχι στατικός και εμμονοληπτικός. Από τον εναλλακτικό ήχο στην electronica, από εκεί σε πιο rough και απαιτητικές ηχοκαταστάσεις, κουβαλάει μονάχα την ίδια μανία να κοντράρει τους ήχους με τους στίχους και τελικά να γαζώνει ικανοποιητικά τον εγκέφαλο των ακροατών του.
Και όλα αυτά που στις προηγούμενες παραγράφους "ακούγονται" πολυδουλεμένα, δαιδαλώδη και ίσως κουραστικά, κυλάνε απλά και χωρίς καμία επιτήδευση ή περιττή τεχνοκρατική παρέμβαση, σε μία puzzle pop κατάθεση cool έμπνευσης που ηχογραφήθηκε σε 70 μόλις ώρες. Αν δεν είναι αυτό ένα άλμπουμ άποψης, παρέμβασης και αισθητικής ευφορίας, τότε δεν ξέρω τι άλλο περιμένετε να ακούσετε τελικά μες στο 2007 για να το θεωρήσετε ως τέτοιο. Μάλλον τίποτε.
Οπότε στείλτε ένα e-mail στον Χρήστο Αλεξόπουλο και παρακαλέστε τον να διασκευάσει το 16 Ways To Kill Your Master στα σημερινά μουσικά του πρότυπα. Το αποτέλεσμα θα είναι μεγαλείο σκέτο!