Έρως, ζώο αγέρωχο και ηχηρό
Έχω βαρεθεί να διαβάζω (μην διαβάζεις θα μου πεις, αλλά εγώ θέλω να τα διαβάζω κατά το δυνατόν όλα τα σχετικά με τη μουσική που με ενδιαφέρει... για αυτό δεν γράφονται άλλωστε;) ανοησίες, ανακρίβειες και κενές περιεχομένου, αλλά διόλου καινοφανείς, δήθεν ποιητικές θολούρες, που επιστρατεύονται από πλήθος απαίδευτων, που δια της προσκολλήσεως προσπαθούν να πάρουν θέση στην επίκαιρη πραγματικότητα της ελληνικής μουσικής. Χαρακτηρίζει, λόγου χάρη, ο Αντώνης Μποσκοϊτης (που υποτίθεται ότι είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος κατά τα λοιπά...) στο blog του τον Χρήστο Οικονομίδη ως "νέο" και "πρωτοεμφανιζόμενο" συνθέτη, στη βιασύνη του να πει δύο ηχηρές αρλούμπες για το νέο CD του τελευταίου, με αφορμή την παρουσίαση του στον Ιανό. Όταν ακόμη και στην εποχή του internet και της πληροφορίας που σε περιμένει ένα κλικ παρακάτω, δεν μπαίνεις στον κόπο να ασχοληθείς με το αντικείμενο της γραφής σου, τότε αν μη τι άλλο συμπεριφέρεσαι σε αυτό υποτιμητικά και με απαξίωση, έστω και χωρίς δόλο (προλαβαίνω...). Πάμε στα ουσιαστικά τώρα (αν και προσωπικά θεωρώ ότι και αυτή η πρώτη παράγραφος έχει αρκετή ουσία μέσα της, ας μην αναρωτιούνται διάφοροι κλαψουρίζοντας γιατί κλείνουν τα Δίφωνα ή γιατί περνάνε στα χέρια των Γιαννίκων, οι απαντήσεις βρίσκονται εντός).
Ο Χρήστος Οικονομίδης δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος βέβαια, ούτε στη μουσική, ούτε και στο Mic. Το 2002 ο Γιώργος Ανδρονικίδης (αιώνια πιστός, αλλά και κριτικός γνώστης του διπόλου Στέρεο Νόβα/ Πλάτωνος, μας λείπει από το Mic...) είχε υποδεχτεί με απόλυτα δικαιολογημένο ενθουσιασμό το άλμπουμ ΓΛΥΚΕΙΑ ΖΩΗ, επισημαίνοντας εύστοχα το "περίεργον" της παραγωγής και τις αντιφατικές μεταξύ τους ερμηνείες των τραγουδιών (χαμηλόφωνη/ εκστασιασμένη). Οι δράσεις όμως του εν έτει 2011 "πρωτοεμφανιζόμενου" Χρήστου Οικονομίδη πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω, κάπου στα μισά της δεκαετίας του '90 (τουλάχιστον και βάσει στοιχείων), οπότε και κυκλοφορεί από την FM Records το ομώνυμο άλμπουμ των ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΙΝΗΣΗ, οι οποίοι ακροβατώντας ανάμεσα στην Πλάτωνος, τον Zappa και τους Cabaret Voltaire, πέρασαν αδίκως απαρατήρητοι μες στην "άνοιξη του Ελληνόφωνου Ροκ, που τότε όντως ευνοούσε "ζώα ηχηρά".
Και αυτά δεν τα λέμε σώνει και καλά για να επιδείξουμε τις γνώσεις μας έναντι αλλήλων (πάντως η σωστή πληροφορία καλό είναι να υπάρχει, έστω και υπό την απειλή της παρεξήγησης), αλλά κυρίως επειδή σε εκείνο τον δίσκο του 1996 η μελοποίηση ποίησης με αποστάσεις ασφαλείας τόσο από την εγχώρια έντεχνη παράδοση, όσο και από την διεθνοποιημένη pop παγίδα, απασχολεί και παιδεύει έντονα τον Χρήστο Οικονομίδη. Και σε εκείνη την περίπτωση, αλλά και 15 χρόνια μετά, επιτυγχάνει απολύτως στον στόχο του, παραδίδοντας τραγούδια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λόγιας, αλλά όχι ακαδημαϊκής ή ανώφελα διδακτορικής, μορφής. Δεν ξέρω αν ο Martyn Bates έχει Έλληνες ποιητές στη βιβλιοθήκη του, η μουσική του όμως άποψη για την ποίηση του Ιρλανδού James Joyce στο Chamber Music Vol. 1 του 1994 δεν απέχει αισθητικά από ό,τι συμβαίνει εδώ.
Το άλμπουμ ξεκινάει εντυπωσιακά με τον ίδιο τον Χρήστο Οικονομίδη να θυμάται για πρώτη και τελευταία φορά σε αυτό τις ημέρες που ηγείτο των ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΙΝΗΣΗ και να μελοποιεί με ηλεκτρικοηλεκτρονική ένταση και κοφτές ανάσες την ΠΡΟΣΕΥΧΗ του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (γνωστός στους μουσικόφιλους και από το τραγούδι- αναφορά του Διονύση Σαββόπουλου, το οποίο έχουν διασκευάσει αυθαίρετα και όμορφα και οι Thirty Dirty του Θοδωρή Μανίκα). Η Προσευχή στην σκληρή απόδοση της από τον Οικονομίδη, μέχρι και σε εγχώρια ροκ επιτυχία μπορεί να εξελιχθεί και μάλιστα χωρίς να καταφεύγει σε τυχόν εκπτώσεις για να το πετύχει. Το ποίημα -απ' ότι διαβάζω- δημοσιεύεται το 1981 στη συλλογή "Ωδές Στον Πρίγκιπα" και αν σκεφτείς ότι εκείνη η χρονιά της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, θεωρείται πλέον ως η "αφετηρία του Κακού", μοιάζει μία πρώτης τάξεως κραυγή Κασσάνδρας για τις πισίνες, τα υδρόβια και το χάλυβα που έφεραν το Κακό. Και μένεις να αναρωτιέσαι αν το κακό είναι τα Χρήματα που υπήρξαν (όπως υπήρξαν...) τότε ή τα Χρήματα που δεν υπάρχουν τώρα, με την απάντηση να μην είναι τόσο εύκολη και προφανής. Η τελική φράση "χρειάζομαι χρήματα για να μεταμορφώσω έναν χερσότοπο σε πανδαιμόνιο μουσικής" θα τα πει όλα ακόμη και για τον πραγματικό ρόλο της μουσικής στη διαχρονική αυτή πραγματικότητα. Ποίημα και ωμή απόδοση του, που θα είναι πραγματικά κρίμα να περάσουν απαρατήρητα και να μη λάβουν τον ενθουσιασμό που τους πρέπει.
Σε διαφορετικό περιβάλλον, αλλά εξίσου περήφανα και αζαχάρωτα, παίρνουν τη σκυτάλη ως ερμηνευτές οι Μόρφω Τσαϊρέλη και Δώρος Δημοσθένους, με Λαπαθιώτη-Λαϊνά και Εγγονόπουλο αντίστοιχα, κατ' αρχήν. Εδώ ο Οικονομίδης χαμηλώνει τις εντάσεις, αντλεί από την κλασσική του παιδεία και στήνει ένα ευφυές μελωδικό στρώμα για τους ούτως ή άλλως σημαντικούς στίχους που έχει να αντιμετωπίσει. Ειδικά το "Ειν' οι γυναίκες που αγαπήσαμε" του Εγγονόπουλου καταλήγει αριστούργημα, έστω και σε πλήρη αντίθεση με την πρόσφατη ομοίως ευφυή και ανατρεπτική άποψη των Socos/ Πουλικάκος, που θεωρήσαμε ότι δεν άφησε περιθώριο για τρίτους στην υπόθεση "μελοποίηση Εγγονόπολου".
Όποτε επανεμφανίζεται ο Δώρος Δημοσθένους στο άλμπουμ είναι ισάξια ουσιαστικός και κάθε άλλο παρά διεκπεραιωτικός σε λόγια όμορφα και σπουδαία, που όμως το πιο εύκολο πράγμα θα ήταν να ειπωθούν με περιττό στόμφο ή με άχρηστο λυρισμό και να βουλιάξουν το όλο εγχείρημα. Το ίδιο και η Τσαϊρέλη, λυρική μεν, αλλά κρατώντας το μέτρο μακριά από λυγμούς και άσκοπες ακροβασίες της φωνής. Στο "Ω, μη με βλέπετε να κλαίω" στιγμή δεν ξεφεύγει από την διάθεση/ επιταγή της Πολυδούρη να μην ερμηνευτεί η μοναξιά ως ήττα, αλλά ως πραγματικότητα βιωμένη και μόνον ως τέτοια.
Το ότι ο Χρήστος Οικονομίδης παραμένει σε αυτά τα τελευταία 15 χρόνια χαμηλών τόνων, προφίλ, αλλά όχι χαμηλών ικανοτήτων, κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι, στις μέρες που σε φιλοσοφούντες σοβαροφανείς που εκπροσωπούν χωρίς καμία αίσθηση του χιούμορ τη θεωρία της χρυσής μετριότητας, δίνεται μέχρι και prime time κρατικό τηλεοπτικό μικρόφωνο για να πιστοποιηθεί η εγωπάθεια τους. "Το πρόβλημα είναι ότι όταν οι μουσικοί είναι καταρτισμένοι δεν έχουν χιούμορ και ζητούν πολλά λεφτά. Όταν έχουν χιούμορ δεν έχουν μουσική κατάρτιση", είχε απαντήσει ο Οικονομίδης το 2002 στην ερώτηση του Ανδρονικίδη περί του αν θα αποδίδονταν και επί σκηνής το υλικό εκείνου του άλμπουμ. Ελπίζω αυτό το δεδομένο να έχει καταφέρει να το αλλάξει σήμερα...
Σε κάποιους ίσως το όλο πράγμα να ακουστεί ως υπερβολικά έντεχνο άκουσμα που με ύπουλες μεθόδους απειλεί την εναλλακτική/ροκ/indie κλπ φύση τους, άλλοι μπορεί να απογοητευτούν όταν δεν βρουν ανάλογα με όσα τους υποσχέθηκε η ορμή της Προσευχής, που τους έσπρωξε να ασχοληθούν με το δίσκο. Όσοι τυχόν ακούσουν όμως χωρίς προαπαιτήσεις, "αντικειμενικά" κριτήρια και "υποκειμενικές" αντιδράσεις, δεν θα δυσκολευτούν να απολαύσουν έναν εξαιρετικό δίσκο φτιαγμένο ειδικά για εμάς που κατά βάση "από τα τραγούδια δεν μας αρέσουν τα ποιητικά", αλλά με κάτι τέτοια όλο και αναθεωρούμε τα πιστεύω μας.