Παρόλο που με κάθε του νέα κυκλοφορία ο Hugo Race ακούγεται σα να ξυπνάει από λήθαργο, έχοντας χάσει στο μεσοδιάστημα τον χρόνο και όσα συνέβησαν σε αυτόν, κανείς δεν μπορεί να τον κρίνει γι' αυτό. Όπως και για το ότι υποσυνείδητα εκφράζεται ξανά και ξανά με τις ίδιες εικόνες, αυτές των αμερικάνικων blues, που αν πιστέψαμε έστω και για λίγο πριν είκοσι χρόνια πως πρόκειται για εφηβικό πάθος, πέσαμε ολοκληρωτικά έξω. Είναι συστατικό των γονιδίων αυτού του Αυστραλού, είναι η ζωή του, το ξύπνημα, ο ύπνος και τα όνειρά του.
Ο Hugo Race είναι γνήσιος, αυθεντικός, είναι blues. Ήταν με τους Plays With Marionettes (τι κομμάτι το 'Hellbelly') το 1982, ήταν όταν συνεργούσε στους ιδρυτικούς The Bad Seeds του Nick Cave το 1984, ήταν στα χρόνια των The Wreckery, ήταν ανέκαθεν.
Το 2003 επιστρέφει με το 'The Goldstreet Sessions', το πρώτο του studio album από το 1999, αν εξαιρεθεί η διπλή συλλογή 'Long Time Ago' του 2001, πάλι από τη γερμανική Glitterhouse Records. Έχει πολύ ενδιαφέρον να αναλύσουμε κάποτε γιατί όλη εκείνη η σκηνή της Μελβούρνης των αρχών των eighties μετακόμισε σχεδόν σύσσωμη στη Γερμανία. Όχι εδώ, όμως.
Σ' αυτό του το album ο Hugo Race για ακόμη μια φορά κλείνει τα μάτια του στον εξωτερικό κόσμο και συγκεντρώνεται σε ό,τι ξέρει και όπου τον πάει η υποκειμενικότητά του, διατηρώντας εκείνη την ξερή, αργόσυρτη ερμηνεία, βραχνή από το bourbon και τα τσιγάρα, καθώς και τις συνθετικές φόρμες που ήδη ξέραμε από τις πολλές τους επαναλήψεις στις προηγούμενες δουλειές του. Ίσως τα ηλεκτρονικά του 'Ramacca' και τα ιταλικής έμπνευσης (ναι, πάλι τα western θέματα του Ennio Morricone) πνευστά να προτείνουν μια αλλαγή στην αντίληψη. Μέρος εξάλλου του παρόντος υλικού ηχογραφήθηκε στην Ιταλία. Η σκέψη όμως του Hugo Race δεν τα αφήνει αχαλιναγώγητα, καθότι η ίδια είναι δέσμια στο να ξύνει πάλι τις ανοιχτές και ανίατες παλιές πληγές. Έστω και αν σε μερικά τραγούδια αυτό γίνεται ηπιότερα.
Πιστός, αλλά χαμένος στις ρίζες και τις καραδοκούσες, ψυχοτροπικές εμμονές του ο Hugo Race έμεινε τελικώς πολύ πίσω. Η πορεία του Nick Cave, του παλιού συντρόφου, είναι ένα καλό παράδειγμα όχι τόσο ως οπορτουνιστική στάση, αλλά ως άποψη, τακτική και αισθητική εξέλιξη. Εντούτοις δεν φαίνεται να την ασπάζεται. Οι υπάρχοντες συσχετισμοί είναι κατά βάθος επιδερμικοί, έστω και αν είναι οι πρώτοι που εντοπίζονται.
Και είναι πολύ κρίμα να ξέρουμε πως αυτός ο συνθέτης και μουσικός παραμένει για μια εικοσαετία ιδεολόγος σε οτιδήποτε κάνει και να λέμε πως το 'The Goldstreet Sessions' είναι πιθανόν το πιο ασήμαντο album που βγήκε μέχρι σήμερα από το χέρι ενός άξιου συνθέτη και πως ο Hugo Race έχει λησμονήσει ότι δεν είμαστε στο 1986. Αλλά και να ήμασταν, θα προτιμούσαμε την εκφραστική ένσταση του 'Yeh My People' των The Wreckery - δικό του παιδί και εκείνο. Στην περίπτωσή του η μουσική ανακατεύεται τόσο μα τόσο πολύ με τη στάση ζωής του που γίνεται εν κατακλείδι απωθητική. Τι κρύβεται από πίσω της και τη δημιουργεί το ψάχνουμε, αλλά δεν έχει και τόση σημασία πια. Το 'The Goldstreet Sessions' έχει ήδη απορριφθεί όχι επειδή είναι τόσο άκαμπτο και αναχρονιστικό, αλλά επειδή είναι μέτριο με μερικές καλές στιγμές (ενδεικτικά τα 'A.M.Radio', 'Hush Money', 'Premonition'). Οπότε ...