Godslastering: Hymns of A Forlorn Peasantry
Μεσαίωνας, αγροτιά, μπλακ μεταλλιά, μια (γυναικεία) φωνή και μια... γροθιά. Του Χάρη Συμβουλίδη
Καθώς ακούς αυτό το black metal ντεμπούτο, καταλαβαίνεις σε κάποιο σημείο ότι δεν πρόκειται για τον Hulder ή τους Hulder, αλλά για τη Hulder. Για τη Marz Riesterer από το Μέχελεν του φλαμανδικού τμήματος του Βελγίου, δηλαδή, η οποία μετείχε κάποτε στους Bleeder μα από το 2018 δραστηριοποιείται με το παρόν «όχημα», έχοντας στο μεταξύ μετακομίσει στο Όρεγκον των Η.Π.Α.
Ασφαλώς, η γυναικεία παρουσία στο ακραίο metal δεν είναι κάτι το καινοφανές. Δεν είναι όμως και δεδομένη, σίγουρα όχι με έναν τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο σαν αυτόν που διεκδικεί εδώ η Hulder –η οποία δεν είναι απλά η τραγουδίστρια ενός σχήματος, μα συνθέτρια, στιχουργός, ερμηνεύτρια, μουσικός και παραγωγός. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο χώρος διατηρεί μια αρσενική, σωβινιστική κουλτούρα, παρά τα βήματα προόδου στη δεκαετία που κύλησε από το Public Service Announcement: Girls Do Not Like Metal δημοσίευμα (2011), το οποίο πυροδότησε μια μεγάλη ενδοκοινοτική συζήτηση, που πλέον θεωρείται επιδραστική (τουλάχιστον για τη βόρεια Αμερική).
Από την άλλη, συνιστά λάθος να βασίσουμε την αποτίμηση του Godslastering: Hymns Of A Forlorn Peasantry στο φύλο της δημιουργού του. Δεν γίνεται δηλαδή να λες στο κοινό να προσέξει τον δίσκο επειδή τον έφτιαξε μια γυναίκα, όπως είδα κάπου. Ίσως (και) λόγω ενός alternative lifestyle –το οποίο έχει στήσει εμπόριο γύρω από τέτοια θέματα– πράγματα που θα έπρεπε να λογίζονται αυτονόητα δυστυχώς δεν είναι, προξενώντας εν τέλει κακό ακόμα και στην αναβαθμισμένη ορατότητα που (προφανώς) διεκδικείται με τέτοια άτσαλα καλέσματα. Το Godslastering: Hymns Of A Forlorn Peasantry αξίζει πράγματι της προσοχής μας. Όχι όμως γιατί η Hulder είναι γυναίκα, αλλά γιατί είναι ωραίο.
Η καλλιτέχνιδα εκφράζεται στα αγγλικά, αλλά μερικές φορές τραγουδά και στα φλαμανδικά, θέλοντας να τονίσει την αναδρομή του δίσκου στον Μεσαίωνα του τόπου της. Βέλγιο δεν υπήρχε τότε, καθώς η περιοχή κυριαρχήθηκε πότε από τους Φράγκους, πότε από τους Γερμανούς της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν όμως ολλανδόφωνοι/φλαμανδόφωνοι κάτοικοι. Οι στίχοι αποφεύγουν να γίνουν συγκεκριμένοι, είτε γιατί χρειάζονταν καλύτερη εστίαση, είτε γιατί αγαπούν τους υπαινιγμούς. Σκιαγραφείται πάντως ένας εξαθλιωμένος αγροτικός πληθυσμός, ο οποίος αναζητεί διέξοδο τόσο από την απελπισία του χειμώνα και την πείνα που φέρνει μια στέρφα γη, όσο και από καταπιεστικές κοινωνικές δομές που έχαιραν χριστιανικής νομιμοποίησης. Η αγωνία αυτή οδηγεί σε συμμαχία με ένα αρχέγονο, βλάσφημο Σκότος, το οποίο καραδοκεί στις ομίχλες της Ιστορίας για μια ευκαιρία επανόδου.
Εδώ, βέβαια, μπορεί να πει κανείς ότι η Hulder ξαναζεσταίνει τα γνωστά δαιμονολατρικά του ακραίου metal, απλά με μια πρέζα φολκλόρ. Και ως έναν βαθμό ισχύει –το προδίδει και το εξώφυλλο, άλλωστε. Ωστόσο ο σπόρος αμφισβήτησης της «κανονικότητας» που φυτεύει στη μεσαιωνική αγροτιά της Φλάνδρας έχει παράλληλα και κάτι από τον κόσμο του Ντομένικο Σκαντέλλα· εκείνου δηλαδή του μυλωνά στην Ιταλία του 16ου αιώνα, που ήρθε στο μοντέρνο φως χάρη στο βιβλίο του Κάρλο Γκίνζμπουργκ Το Τυρί και τα Σκουλήκια (1976). Διότι και ο Σκαντέλλα κόντραρε τη θεσμοθετημένη κανονικότητα των καιρών του μέσα από σκοτεινές αγροτικές μυθολογίες με προχριστιανικά στοιχεία, οδηγούμενος σε προσδοκίες μιας καλύτερης κοινωνίας τις οποίες πλήρωσε με τη ζωή του, όταν έπεσε πάνω του το άγρυπνο μάτι της Καθολικής Εκκλησίας.
Εκείνο που θέτει ένα λίγο-πολύ αξεπέραστο φράγμα στις καλλιτεχνικές προσδοκίες της Βελγίδας δημιουργού είναι η μουσική, η οποία εδράζεται στα διδάγματα του δεύτερου black metal κύματος. Είναι ένας σημαντικός κόσμος, αλλά στον καιρό της είναι πια κι ένας δεδομένα εστεμμένος κόσμος, εύκολα επικαλούμενος. Η Hulder το γνωρίζει, ωστόσο. Δεν έχει τις δυνάμεις να υπερβεί τα εσκαμμένα, φροντίζει όμως και παίζει μαζί τους όσο περισσότερο μπορεί, πετυχαίνοντας τελικά να βάλει και κάτι δικό της καθώς τα αναδιαπραγματεύεται.
Έτσι, από τη μία έχεις τα φρενήρη blast beasts και τα γδαρμένα φωνητικά μιας αξέχαστης νορβηγικής αγριάδας ("Lowland Famine", "Upon Frigid Winds"), όλα τοποθετημένα υπό τη σκέπη μιας προσεγμένης παραγωγής, η οποία ποντάρει στην ωμή αμεσότητα, μα φροντίζει και για μια πιο «θολή» αίσθηση όταν μπαίνουν και πλήκτρα στο παιχνίδι. Κι από την άλλη έχεις ένα διαρκές παιχνίδι με τα τέμπο των συνθέσεων στα κιθαριστικά μέρη, στο πνεύμα π.χ. των Darkthrone, το οποίο δεν αφήνει ποτέ τα τραγούδια να γίνουν μονολιθικώς βαρετά. Στο "A Forlorn Peasant's Hymn", μάλιστα, η Riesterer μπαίνει τραγουδώντας με την κανονική της φωνή, σε στυλ θλιμμένης ακουστικής μπαλάντας, για να γυρίσει τούμπα τα πάντα μετά από 2+ λεπτά, εξαπολύοντας μια κατάμαυρη επίθεση. Στο δε "De Dijle" φτιάχνει ένα γνώριμο σημείο ανάπαυλας στο μέσον της βαρυμεταλλικής καταιγίδας, το εξοπλίζει όμως με φλαμανδικό στίχο και με έναν παραμορφωμένο ψίθυρο, μετατρέποντάς το σε θεαματικό ιντερλούδιο ηρεμίας.
Δείχνει ενδιαφέρουσα περίπτωση η Hulder και της αξίζει η underground συζήτηση που έχει ήδη προκαλέσει το ντεμπούτο της. Αυτή η ποιότητα είναι εν τέλει και ο καλύτερος πρέσβης για την ορατότητα που δικαίως διεκδικούν όσες γυναίκες εκφράζονται μέσα από το metal (ή το ακραίο metal, εν προκειμένω). Η ανάδειξη λοιπόν τέτοιων δίσκων έχει να προσφέρει πολύ περισσότερα από απλές επικλήσεις στο φύλο.