Ultra Mono
'Αχρείαστα αρσενικό πανκ ροκ, με μηδαμινές ποσότητες δηλητηρίου'. Του Άρη Καραμπεάζη
Το ‘Ultra Mono’, το τρίτο άλμπουμ του αφελώς αποκαλούμενου post hardcore group από το Bristol, που πρόλαβε και έκοψε πρώτο το νήμα της meta-brexit ανάγκης για τέτοιου είδους ήρωες, είναι ένα πραγματικό επίτευγμα.
Ισοπεδώνει με συνοπτικές διαδικασίες οτιδήποτε προηγήθηκε ηχητικά, αισθητικά, αλλά έστω και ως παρεπόμενο hype και οδήγησε τελικά σε αυτό, από τους Fall έως τους Sleaford Mods.
Και όταν λέμε ότι το ισοπεδώνει, εννοούμε ακριβώς ότι ακυρώνει έως και ολοσχερώς τον λόγο ύπαρξης του. Ναι, ακόμη και αυτών των πιο σπουδαίων καταθέσεων του Mark E. Smith και της εκάστοτε συνοδείας του.
Το εναλλακτικό punk, αυτό που κινήθηκε είτε έξυπνα, είτε τυχαία, σε απροσδιόριστες παρυφές ανάμεσα στα γοητευτικά άκρα του indie και στα σουλουπωμένα εντόσθια του ροκ εκείνου, που όσο και να προσποιείται ακρότητα, είναι εξαρχής προκαθορισμένο να γίνει μαζικό, παραδομένο στις προθέσεις και τις ικανότητες των Idles, δικαιώνει όχι μόνο αναδρομικά, αλλά και ανέλπιστα αμετάκλητα, τους προαιώνιους εχθρούς του.
Όσους εξαρχής το αντιμετώπισαν με καχυποψία και με χλευασμό. Παύει να έχει λόγο ύπαρξης. Να το λέμε και να το ξαναλέμε μέχρι να το εμπεδώσουμε και (ίσως) να ησυχάσουμε. Προτείνω.
Είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποιο τραγούδι εδώ μέσα, για να καταδείξει με αρκούντως παραστατικό τρόπο, το πως οι Idles καταφέρνουν να κάνουν τόσο θόρυβο γύρω από το όνομα τους, αλλά όχι με την μουσική τους.
Το σημαντικό είναι πάντως να κρατήσει ο οποιοσδήποτε την ψυχραιμία του, επιχειρώντας να αποτιμήσει το πως και γιατί το αβανταδόρικα πολιτικό ροκ της Μεγάλης Βρετανίας καταλήγει σε κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια από τον Richey Edwards στον Joe Talbot. Δηλαδή να φερθεί ψύχραιμα και να παρατήσει τις υπερβάσεις πριν να είναι αργά.
Κάθε είδους περαιτέρω ανάλυση επ’ αυτού θα οδηγήσει σε παντελώς άβολα συμπεράσματα όχι απλώς περί της ικανότητας του ροκ να είναι πολιτικό, αλλά ακόμη και της ιδιοτροπίας μας στο να θεωρούμε ότι αφορά έστω και στο ελάχιστο τις πραγματικές πτυχές της ζωής μας.
Και εδώ δεν τίθεται θέμα ενηλικίωσης, μέσης ηλικίας και εν γένει ροκ γήρανσης, που φιλτράρει το αισθητήριο μας. Εδώ η αναδρομικότητα είναι αμείλικτη και απεριόριστη.
Σκόρπιοι, αλλά και διαδοχικοί, στίχοι, που παρότι εμφανίζονται ως δήθεν άτακτοι, δεν καταλήγουν ποτέ σε παραλήρημα, τσιτάτα, κραυγές, άλλοτε άναρθρες και ποτέ περίτεχνες, tabloid φιλοσοφία, κοινωνιολογία όχι από και για αρχάριους, αλλά οριακά συντεταγμένη για περιεχόμενο graphic novel, παρηχήσεις που δεν καταλήγουν καν εθιστικές, σημειολογικές παρατηρήσεις, που αποκαλύπτονται πριν καν τελειώσει η φράση.
Το λαϊκό διανοούμενο profile των Idles «καίγεται» ακόμη πιο γρήγορα από ότι ο υπόκωφα, και τελικά κούφια, εκκωφαντικός ήχος τους, και αυτό είναι πραγματικό κατόρθωμα.
Από εκεί και πέρα, και σε σχέση και με τους δύο προηγούμενους δίσκους τους, των οποίων τη φήμη περισσότερο καλείται να συντηρήσει, παρά να εκτοξεύσει, το ανέκδοτο που ακόμη και στην επιλογή τίτλου, κατέληξε στο ανόητο ‘Ultra Mono’, το πρόβλημα πλέον στον κόσμο των Idles είναι πως και ο πλέον αδαής και ανυποψίαστος, κατανοεί ότι παρά τα εντόνως θρυλούμενα, τίποτε εδώ (όπως και προηγουμένως ασφαλώς) δεν είναι τυχαίο και αποτέλεσμα συγκυριών και άλλων ευπροσήγορα ατίθασων καταστάσεων, παρότι επιδεικτικά προβάλλεται ως τέτοιο.
Αχρείαστα αρσενικό πανκ ροκ, με μηδαμινές ποσότητες δηλητηρίου.
Μία και μόνη ιδέα που ενώ ιδανικά θα αρκούσε να αναπαράγεται (όπως στις περιπτώσεις που προαναφέραμε), εδώ σε κάθε επόμενο τραγούδι ακούγεται πρωτίστως να κουράζει τους όποιους εμπνευστές της, σαν να παραιτούνται πρώτα οι ίδιοι και πριν από εμάς.
Το γεγονός ότι κάθε τόσο επιλέγεται να «σταματήσει» η μουσική, για να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Talbot επιτείνει το φιάσκο, αντί να επισπεύδει την εξέγερση, όπως τυχόν θα φαντασιώθηκαν οι εμπνευστές της εν λόγω τακτικής.
Η επικράτηση των Idles στην πανκ ροκ αρένα του 2020, σηματοδοτεί την τελική νίκη του θρύλου του Χάρυ Πότερ έναντι αυτού του Χωκ Φιν.
Ταυτόχρονα και δυσανάλογα δίνει μία πρώτης τάξεως κλωτσιά στην εμμονή του πανκίζοντος ροκ να απασχολείται με την πραγματικότητα και δωρίζει αντίστροφα επιχειρήματα σε αοριστολογικού τύπου προγκ ροκ παραμυθίες, οι οποίες προσφέρουν στους ακολούθους τους μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγουν από τον αληθινό κόσμο και να ιδιωτεύσουν σε ένα μικροπεριβάλλον τεχνικής και τεχνολογικής προόδου, που στην τελική ποτέ δεν θα τους αφήσει με την υποψία ότι περισσότερο από το να ξεγελαστούν, εν τέλει αυτό που συνέβη είναι ότι εξαρχής οι ίδιοι ξεγέλασαν τον εαυτό τους στην σχέση τους με το ροκ-εν-ρολ.
Η παρουσία του David Yow των Jesus Lizard σε αυτό το δίσκο, μας υποχρεώνει να επιστρέψουμε σε όσα είπαμε στις πρώτες παραγράφους, και να είμαστε εντελώς διστακτικοί, αν και όποτε αποφασίσουμε να επιστρέψουμε ακόμη και στο ‘Liar’. Τις επόμενες επανεκδόσεις των JL σίγουρα θα τις αφήσω να ξεκουράζονται στις ζελατίνες τους. Δεν παίζουμε έτσι με όλο το παρελθόν.
Ό,τι κινείται γύρω από τον κόσμο των Idles καταρρέει πλέον σαν χάρτινος πύργος. Δεν είναι υπερβολή, είναι μία απλή πραγματικότητα. Την αποδεχόμαστε και συνεχίζουμε να ζούμε με αυτή.
Παίξαμε και χάσαμε. Ας περάσουν οι επόμενοι από εμάς.