ηλεκτραίγλη
Υπάρχει σκηνή και δημουργία και χωρίς εφοπλιστική στέγαση, πέρα από τα γνωστά δίκτυα επικοινωνίας. Οι αντιφάσεις δεν λείπουν ωστόσο, όπως και οι απορίες... Του Βασίλη Παπαδόπουλου
Δεν ξέρω πως έχει γίνει και στην Ελλάδα η synth σκηνή πάει σχεδόν πακέτο με την πανκ σκηνή από τα 80s και εδώ. Η κληρονομιά των Χωρίς Περιδέραιο και των ΑΝΤΙ… είναι βαριά και τα σχήματα του σήμερα την ακολουθούν ευλαβικά. Τους Στέρεο Νόβα δε, ή τον The Boy δεν θα τους κατέτασσε κάποιος εύκολα στην synth σκηνή, αλλά στην ευρύτερη ηλεκτρονική, αυτή που ξεκίνησε με την Λένα Πλάτωνος ή τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Απόπειρες κατηγοριοποίησης που σίγουρα θα τις σιχαίνονται οι άνθρωποι που φτιάχνουν μουσική. Όμως κάπως πρέπει να συνεννοηθούμε, και γι’ αυτό κατατάσσουμε την ηλεκτραίγλη ως ένα σχήμα το οποίο έρχεται κατευθείαν από εκείνη τη σκηνή, που έχει καταγράψει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το ντοκιμαντέρ του Νίκου Χατζή Music For Ordinary Life Machines και απλά δεν τους πρόλαβε, γιατί βγήκε το 2019.
Η ηλεκτραίγλη, δεν ξέρουμε αν είναι διαφορετικό σχήμα από την ηλεκτρώγλη που έχει εμφανισθεί λίγα μόλις χρόνια πριν από τη Θεσσαλονίκη. Ελάχιστες εμφανίσεις των τελευταίων, σε εκδηλώσεις κυρίως του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου, στον οποίο αναφέρονται τα περισσότερα από τα σχήματα του πανκ του σήμερα αλλά και του χθες. Κυκλοφορίες μόνο στα ηλεκτρονικά μέσα, και μια εγγενή αποστροφή για τη δημοσιότητα. Δεν ξέρω καν αν επιθυμούν και τούτη εδώ τη μικρή.
Η ηλεκτραίγλη έχει βγάλει τον τελευταίο δίσκο (αν ποτέ λάβει φυσική μορφή) στο YouTube και μόνο, και δεν γκουγκλάρεται καν, οπότε την αναζητείτε από την ηλεκτρώγλη ή από το συγγενές κανάλι mamuni.
Τα σύνθια, κάθε μορφής, κυριαρχούν. Beats, επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο ήχος της πόλης διακόπτεται ενίοτε από φωνές που δεν διεκδικούν καμία μελωδικότητα. Δεν διεκδικούν καμία δάφνη. Δεν έχουν κάποιο νόημα, απλά εκφέρονται. Αυτό ιδίως στην ηλεκτραίγλη, καθώς η ηλεκτρώγλη συχνά είχε υποτυπώδεις φωνές και στίχους. Και τότε όμως επιλέγονταν με τρόπο ώστε να μην υποσκιάσουν τη μουσική, να μην αφήσουν κάποιον να αναρωτηθεί τι στο καλό λένε. Απλά μιλάνε, ακόμη κι όταν υποτίθεται υπάρχει κάποιο νόημα στους στίχους (τουβαμπιάν λένε σε κάποιο παλιό τους τραγούδι - tout va bien – για κάποιον που πέφτει από έναν ουρανοξύστη, καθώς παρακολουθεί την πτώση του – η διαδικασία της πτώσης έχει μάλλον περισσότερη σημασία).
Στον τελευταίο «δίσκο» λοιπόν – πάντα, είπαμε, αν είναι το ίδιο σχήμα – έχουν απελευθερωθεί μάλλον από τα δεσμά της φωνής. Κι επιστρέφουν στο καταστατικό τους ξεκίνημα (Πόλεις που πεθαίνουν, Πόλεις που πεθαίνουμε). Εδώ ούτε εικόνα βάζουν στους γυμνούς ήχους– μόνο το εξώφυλλο του φανταστικού αυτού δίσκου, που μάλλον δεν θα βγει ποτέ (αλήθεια ποτέ μου δεν κατάλαβα πως το YouTube – μια πλατφόρμα βίντεο - έγινε το βασικό μέσο καταγραφής της μουσικής του σήμερα).
Οδηγός το μανιφέστο τους, της ηλεκτρονικής διεθνούς (electronique internationale) που έχουν διακηρύξει κάπου το Σεπτέμβριο του 2021:
Il faut mener à leur destruction extrême toutes les formes de pseudo communication pour parvenir un jour à une communication réelle directe. Dans notre hypothèse d'emploi de moyen culturel supérieur à la situation construite, la victoire sera pour ceux qui sut faire le désordre sans l'aimer.
Τώρα πως θα φθάσουμε σε άμεση πραγματική επικοινωνία αφού καταστρέψουμε όλες τις φόρμες ψευδοεπικοινωνίας δεν ξέρω. Επίσης αμφιβάλλω για το υπέρτερο των πολιτιστικών μέσων που χρησιμοποιούμε στη διαμορφωθείσα κατάσταση. Πάντως μάλλον πράγματι η νίκη θα έρθει από αυτούς που ξέρουν να φέρνουν το χάος χωρίς να το επιθυμούν. Νίκη ποιανού όμως;
Η ηλεκτραίγλη νιώθει τον εαυτό της ως μέλος ενός ευρύτερου κινήματος. Το μανιφέστο της έρχεται κατευθείαν από τους Γάλλους καταστασιακούς. Θέλουν να υπερβούν την τέχνη ως εμπόρευμα και να κάνουν την ίδια την καθημερινή ζωή τέχνη.
Les situationnistes envisagent l'activité du point de vue de la totalité comme méthode de construction expérimentale de la vie quotidienne développable en permanance avec l'extension de loisirs et la disparition de la division du travail.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρουν να καταργήσουν τον καταμερισμό εργασίας ή αν πετύχουν να φέρουν μια καθημερινή ζωή με διαρκή επέκταση του ελεύθερου χρόνου (και της ευτυχίας θα πρόσθετα), όπως διατείνονται παραπάνω. Όμως προσφέρουν πράγματι εμπειρία καλλιτεχνική, αυθεντική τουλάχιστον. Παίρνουν μικρές αφορμές, μικρές στιγμές γύρω τους και τις μετουσιώνουν σε μικρές μουσικές φράσεις, επαναλαμβανόμενες, σαν σύνθημα μιας διαδήλωσης που δεν έχει άλλο στόχο πέρα από το πορευθεί πάνω στην άσφαλτο.
Η ηλεκτραίγλη κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει dance, να μοιάσει ακόμη και στους Daft Punk. Όμως διαλέγει το χάος, διαλέγει το σκοτάδι, όπως όλη η synth σκηνή.
Η σκηνή του synth εκτυλίσσεται παράλληλα με ότι καλύτερο συμβαίνει στην ελληνική σκηνή του σήμερα και κυρίως τη διαρκώς αναδυόμενη σκηνή του punk. Σαν να είναι η μικρή αδελφή της. Για τη σκηνή του synth της τελευταίας πάνω κάτω 10ετίας έχει γράψει ο Αντώνης Ξαγάς με αφορμή τις Μέρες οργής των Hekàtē, ενώ ο Θανάσης Φωτιάδης έχει καταγράψει τις παρακαταθήκες του παρελθόντος με αφορμή το ντεμπούτο των Οδός 55. Ο δε Αρης Καραμπεάζης έχει κάνει μάλλον διατριβή στο φαινόμενο των Selofan. O Θάνος Σιόντορος έχει κάνει ικανή αναφορά και στη σύγχρονη σκηνή με το mixtape για την ελληνική minimal-synth-synthwave-synth-punk σκηνή. Ενώ επίσης άλλη ικανή επισκόπηση προσφέρει και η συλλογή Greek Synth Compilation από την Dystatic.
Εδώ κάπου τελειώνουν οι κατηγοριοποιήσεις. «Όλα για πάντα τέλειωσαν όλα κυλούν συνάμα», τιτλοφορούν κάποιο κομμάτι τους. Η ηλεκτραίγλη, όπως κι όλοι οι καταστασιακοί, δεν ξέρω αν θα φέρουν την επανάσταση. Φέρνοντας την τέχνη στην καθημερινή ζωή, προσπαθώντας να αποδομήσουν την κοινωνία του θεάματος, γίνονται μέρος της ίδιας εμπορευματικής κοινωνίας που απαρνιούνται. Ο Bansky έβαλε μια βάρκα με πρόσφυγες να κάνει crowdsurfing στη συναυλία των Idles στο κορυφαίο μουσικό φεστιβάλ της Αγγλίας, καθώς τραγουδούσαν My blood brother is an immigrant - A beautiful immigrant. Το πρόβλημα είναι ότι οι πρόσφυγες ήταν κούκλες, δεν ήταν πραγματικοί.
Η ηλεκτραίγλη μας δημιουργεί απορία. Κι αυτό είναι καλό. Απλά δεν ξέρω αν θα οδηγήσει κάπου. Ο δίσκος κλείνει με το ερώτημα: «Δεν ξέρω τώρα τι υπάρχει οδός διαφυγής ρε;» [σιωπή].